Του Παναγιώτη Δουδωνή*
Δύσκολα θα βρει κανείς πιο επιτυχημένο χαρακτηρισμό για την παρούσα Κυβέρνηση από αυτόν της Κυβέρνησης -κουρελού. Δεν είναι μόνο πως ανταποκρίνεται ακριβώς στην πραγματικότητα. Είναι πως επιπλέον αποτελεί μια πυξίδα πρόβλεψης των επερχόμενων εξελίξεων, με πρώτη και κυριότερη αυτή της ψήφισης της συμφωνίας των Πρεσπών.
Γιατί λοιπόν κουρελού; Ποια είναι τα ιδιαίτερα πολιτικά και συνταγματικά χαρακτηριστικά αυτής της τελευταίας σύνθεσης της Κυβέρνησης που δικαιολογούν έναν τέτοιο βαρύ, ομολογουμένως, όρο και τον καθιστούν τόσο χρήσιμο και ακριβή;
Πρώτα πρώτα, γιατί αυτή είναι μια Κυβέρνηση «αλλόκοτης» κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Μπορεί μεν ο Πρωθυπουργός να κατόρθωσε να αποσπάσει όχι μόνο την κατά το άρθρο 84 Παρ. 6 απαιτούμενη πλειοψηφία των 120 αλλά και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όμως αυτές οι 151 ψήφοι δε συνιστούν το άθροισμα των βουλευτών μιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας ή της συνεργασίας δύο ή περισσότερων (όπως στην πρόσφατη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ). Είναι το άθροισμα των 145 βουλευτών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και 6 ψήφων προερχόμενων από ετερόκλητες κατευθύνσεις, χωρίς καμία συνοχή πέρα από την επιθυμία να στηρίξουν και να τους στηρίξει η Κυβέρνηση: βουλευτές που αποχώρησαν από την (τότε ακόμα υπαρκτή) Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός τους οραματιζόμενοι τη «νέα προοδευτική συμμαχία» (ο εξής ένας, Σπύρος Δανέλλης), βουλευτές που αποχώρησαν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του πρώην ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου αλλά και βουλευτές της ίδιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που, παρότι έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, αντίθετα με την απόφαση του κόμματός τους, παραμένουν στην εν λόγω Κοινοβουλευτική Ομάδα, (δήθεν;) χάριν της διατηρήσεως της.
Σε αυτό περίπου το σημείο εισήλθε στο δημόσιο διάλογο ο όρος «αποστασία». Ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι αναφέρεται σε βουλευτές που αποχωρούν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και όχι σε βουλευτές που, μεταστρεφόμενοι, τη στηρίζουν. Πρόκειται για συνταγματικό ευφυολόγημα που, ηθελημένα ή μη, παρουσιάζει το σύνηθες κυβερνητικό ελάττωμα της ανιστορικότητας. Για παράδειγμα, οι «αποστάτες» βουλευτές του 1965 αποχώρησαν μεν από την κυβερνητική πλειοψηφία, επιχείρησαν όμως και κατόρθωσαν να συγκροτήσουν μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία εν τέλει απέσπασε και την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Άρα, ο ορισμός της «αποστασίας» είναι κατά πολύ ευρύτερος από τον υποστηριζόμενο και επιθυμητό από τον κύριο Τσίπρα, καταλαμβάνοντας γενικά βουλευτές που αποχωρούν από μια Κοινοβουλευτική Ομάδα για να προσχωρήσουν σε μιαν άλλη, με σκοπό την επίτευξη μιας μη προκύπτουσας από το εκλογικό αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών αλλά από τις κοινοβουλευτικές ανακατατάξεις, κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ανεξάρτητα όμως από τον όρο «αποστασία», την έννοια και τη διαχρονία του, έχει πολύ μεγάλη σημασία να εξετάσουμε άλλον ένα σοβαρό λόγο για τον οποίο η εν λόγω Κυβέρνηση παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της «κουρελούς» και μάλιστα μιας κουρελούς μετακινούμενης ανάλογα με το προσωπικό συμφέρον ενός εκάστου των 6 αδέσποτων υποστηρικτών της και όχι μόνο. Ο σκοπός της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην προκείμενη περίπτωση είναι αυτονόητο πως ήταν συνταγματικά η Κυβέρνηση να εξακολουθήσει να «καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων», όπως ξεκάθαρα ορίζεται στο άρθρο 82 του Συντάγματος. Σημαία της κυβερνητικής πολιτικής το τελευταίο διάστημα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η συμφωνία των Πρεσπών με τη γείτονα χώρα.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς πως αυτονοήτως όσοι στήριξαν την Κυβέρνηση πριν μια βδομάδα εκφράζοντας την εμπιστοσύνη τους στην κατεύθυνση που οδηγεί τη χώρα, θα υπερψηφίσουν την κατεύθυνση αυτή αναφορικά με ένα σημαντικό και κρίσιμο εθνικό θέμα. Αυτό όμως δε συμβαίνει στην περίπτωση της παρούσας Κυβέρνησης, καθώς τουλάχιστον ένας βουλευτής που στήριξε την Κυβέρνηση, αρνείται να υπερψηφίσει τη συμφωνία. Από την, άλλη πολιτικό κόμμα με εν αποδρομή Κοινοβουλευτική Ομάδα που δε στήριξε την Κυβέρνηση στην ψήφο εμπιστοσύνης, τη στηρίζει στην κορυφαία της επιλογή, αυτή της υπογραφής της συμφωνίας των Πρεσπών, σπεύδοντας να αντικαταστήσει τα ξηλωμένα κομμάτια της κυβερνητικής «κουρελούς» με τις δικές του ψήφους και τα δικά του επιχειρήματα, τα οποία κινούνται στη σφαίρα ενός αγνώστου κατεύθυνσης ελιτισμού, που μας «εξηγεί» αντί να μας πείθει για την ορθότητα των επιλογών του, παριστάνοντας ότι αγνοεί πως έτσι διατηρεί πρακτικά την Κυβέρνηση στην εξουσία.
Μια μετακινούμενη «κουρελού» λοιπόν είναι η παρούσα Κυβέρνηση, με διάφορες μάλιστα συνθέσεις. Τα μπαλώματά της αλλάζουν κατά περίσταση: άλλο στην περίπτωση της εμπιστοσύνης, άλλο στην περίπτωση των Πρεσπών, άλλο ίσως στην επόμενη κρίσιμη για την επιβίωσή της περίσταση. Όλα αυτά θα μπορούσαν με άνεση να χαρακτηριστούν ως κωμικά, είναι όμως βαθύτατα τραγικά γιατί η καταστρατήγηση αυτή του πνεύματος του Συντάγματος όχι μόνο ευτελίζει τους θεσμούς και την πολιτική στα μάτια των πολιτών αλλά και στερεί από τη χώρα κρίσιμο για την ανάκαμψή της χρόνο.
*Ο κ. Παναγιώτης Δουδωνής είναι Λέκτορας, Υπ.Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Οξφόρδη.