Του Βασίλη Κοψαχείλη*
Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν το πρώτο πιάτο. Για όσους νόμισαν ότι εδώ τελειώνει το γεύμα, τους ενημερώνω ότι ακολουθεί το κυρίως πιάτο, τα Ελληνοτουρκικά! Για σαλάτα θα έχουμε το Κυπριακό, ενώ τα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν θα είναι το γλυκό στο τέλος.
Οι ξένοι «αρχιμάγειρες» και οι εγχώριοι «σερβιτόροι» τους είναι έτοιμοι από πολύ καιρό. Περιμένουν τους κατάλληλους πελάτες που θα φάνε, θα [ακριβό-] πληρώσουν και θα αισθανθούν ευχαριστημένοι από τα πιάτα και τις συνταγές. Σαν καλοί πελάτες μετά, θα πάνε σπίτι τους, βαρυστομαχιασμένοι να πέσουν ξανά στον καναπέ, να σκεφτούν τι έφαγαν, τι [ακριβό-] πλήρωσαν και να γράψουν την άποψή τους στα κοινωνικά δίκτυα ότι τελικά το καρβουνιάρικο της γειτονιάς είναι καλύτερο από την γκουρμέ κουζίνα! Όμως, στην γκουρμέ κουζίνα πήγαν για να κάνουν το κομμάτι τους…
Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, φαίνεται πως αντί να ανοίξει η όρεξη στους «πελάτες», αντίθετα άνοιξε η όρεξη στους αρχιμάγειρες και τους σερβιτόρους τους. Και για να γυρίσω την κουβέντα στα της διπλωματίας, φαίνεται πως θα επιχειρηθούν λύσεις αλά καρτ και στα υπόλοιπα ζητήματα των λεγόμενων εθνικών μας θεμάτων.
Αυτό που με ανησυχεί, και δυστυχώς αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι ένας πολύ απλός συλλογισμός, ιστορικά καταξιωμένος, που φαίνεται να έχουν κατά νου οι αρχιμάγειρες και οι σερβιτόροι.
Όταν είσαι αδύναμος, είναι γνωστό ότι μπορεί να αναγκαστείς να ομολογήσεις διπλωματικές ήττες. Στην πάροδο των ετών και αν ενδυναμώσεις τους παράγοντες ισχύος σου, μια διπλωματική ήττα μπορείς στην πράξη δυνητικά να την ανατρέψεις ή να τη δρομολογήσεις να ανατραπεί. Στην πράξη αυτό, και όχι μόνο με νομικά τερτίπια, για να ξεκαθαρίζουμε τι λέμε και πόσο σοβαροί είμαστε σε αυτά που λέμε δημόσια!
Μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα όμως δεν μπορείς να την ανατρέψεις! Πολλές φορές, διπλωματικές ήττες έχουν και πολιτικές προεκτάσεις. Όχι όλες, αλλά πολλές παράγουν πολιτικό έργο που δύσκολα ανατρέπεται!
Οι στρατιωτικές ήττες, ωστόσο, είναι οι καθοριστικές που στέλνουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας κάθε προηγούμενη σκέψη ή προσπάθεια ανατροπής δυσμενών διπλωματικών εξελίξεων. Αν χάσεις στρατιωτικά από αδυναμία ή επιλογή (προσέξτε το δεύτερο…) και ομολογήσεις την ήττα σου διπλωματικά και πολιτικά, τότε χάνεις κάθε ελπίδα επιστροφής στο status quo ante.
Τουλάχιστον αυτό μας διδάσκει η ιστορία και αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση της γειτονικής μας Τουρκίας, που ναι μεν ομολόγησε διπλωματικά την στρατιωτική της ήττα ως Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α’ ΠΠ, αλλά με τον λεγόμενο «εθνικό όρκο» δεν ομολόγησε ποτέ πολιτικά το γεγονός και άφησε παρακαταθήκη για το μέλλον στη νέα οντότητα. Έναν αιώνα μετά, η Τουρκία έχει στρατιωτική παρουσία στο «βιλαέτι της Μοσούλης» με τη Βαγδάτη ανήμπορη να «γαυγίζει», στρατιωτική και πολιτική παρουσία στη βόρεια Συρία, με τη Ρωσική αρκούδα σε ρόλο προστάτη, ενώ στα δυτικά κλείνει το μάτι στην όμορφη Ελλάδα που από τη μία παριστάνει τη βιασμένη και ότι θα αντιδράσει με άσκηση απύθμενης βίας αν ξαναενοχληθεί, αλλά από την άλλη τρέχει ξοπίσω παρακαλώντας για συμβιβασμό. Τι είδους αποτροπή είναι αυτή, ειλικρινά με κάνει να απορώ…!
Γιατί άραγε κρατάμε διαχρονικά αυτή τη στάση; Είμαστε διεθνοπολιτικά αγράμματοι ή το κάνουμε για εσωτερική κατανάλωση. Η δική μου υποκειμενική άποψη είναι ότι αυτό δεν γίνεται ούτε γιατί είμαστε αγράμματοι, ούτε γιατί είμαστε λαϊκιστές. Γίνεται ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που δεν αποσκοπεί σε μια απλή διπλωματική ήττα, με κλείσιμο σε βάρος μας διεθνοπολιτικών εκκρεμοτήτων που χρονίζουν, αλλά αποσκοπεί σε μία στρατιωτική ήττα-πολιτική ομολογία, που θα θέσει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τα κυριαρχικά μας δεδομένα όπως διαμορφώθηκαν κατά τον 20ο αιώνα, ώστε να περάσουμε σε μια νέα φάση στον 21ο αιώνα.
Αρκεί να κοιτάξουμε άλλωστε πως διαμορφώθηκαν τα δεδομένα μας κατά τον 20ο αιώνα. Από την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα στις αρχές του 19ου αιώνα ως και τις αρχές του 20ου αιώνα, όσο άσχημη και αν ήταν η οικονομική ή διπλωματική μας θέση (και ήταν πολλές φορές άσχημη), ωστόσο η φιλοδοξία ολοκλήρωσης του εθνικού κέντρου με τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνισμού ήταν πάντα μια επίκαιρη πολιτική πρόταση! Το ότι αυτή η πρόταση δεν συνοδευόταν πάντα από ανάλογες ρεαλιστικές πράξεις ενδυνάμωσης των παραγόντων ισχύος μας είναι μια άλλη συζήτηση. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όμως, η στρατιωτική ήττα και η πολιτική ομολογία και αποδοχή της ήττας, είναι τα στοιχεία που συνέβαλλαν καθοριστικά ώστε να κλείσει ερμητικά αυτό το κεφάλαιο!
Το τελευταίο διάστημα, παράγοντες της πολιτικής, στρατιωτικής και ακαδημαϊκής μας κοινότητας, ενώ γνωρίζουν τις πραγματικές συνθήκες, καλλιεργούν ένα κλίμα όξυνσης στις διεθνείς μας σχέσεις. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό γίνεται από τον διακαή τους πόθο να δουν την Πατρίδα να στέκεται αξιοπρεπώς απέναντι στις περιστάσεις. Αυτό το κλίμα όμως μπορεί εύκολα να οδηγήσει την κοινωνία και την πολιτική σε λάθος επιλογές οι οποίες θα διευκολύνουν αφάνταστα τις εξελίξεις προς μια καθολική ήττα του Ελληνισμού.
Από την άλλη πλευρά, δυστυχώς, καλλιεργείται ένα κλίμα που θέλει να κλείσουν οι εκκρεμότητες όπως-όπως, προκειμένου να αποφύγουμε τους «ακραίους» να οδηγήσουν τα πράγματα σε μια καθολική ήττα. Ας μείνουμε, σου λένε, στο πλαίσιο ενός, δυο, τριών, κλπ διπλωματικών αυτογκόλ, και με χρόνια και καιρούς βλέπουμε…
Θέλω να πιστεύω ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν θα πάει με αυτή τη δεύτερη σκέψη κατά νου, να συναντήσει στις 5 Φεβρουαρίου τον Τούρκο Πρόεδρο.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αποτρέψουμε, με σοβαρή και αξιόπιστη αποτροπή, μια στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία. Όμως είναι εξίσου σημαντικό να αποφύγουμε διπλωματικές «λύσεις» που θα ισοδυναμούν με ομολογία πολιτικής ήττας στα Ελληνοτουρκικά και στα υπόλοιπα εθνικά μας ζητήματα! Η σχετική μας αδυναμία μας επιτρέπει ακόμη να κάνουμε σχετικά έντιμες διαπραγματεύσεις. Φτάνει να ξέρουμε και να θέλουμε…
*Ο Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος