Γράφει ο Αλέξανδρος Παυλικιάνος
Πολλές φορές κατά την διάρκεια του ρεπορτάζ προέχει η δουλειά που ελέγχει τα συναισθήματα. Όταν όμως γαληνεμένος ακούς αφηγήσεις ανθρώπων, με αφορμή το ρεπορτάζ, αντιλαμβάνεσαι τι γίνεται και εκείνη την ώρα που η πίεση του ρεπορτάζ είναι απούσα, το αυτί και το μάτι δεν ξεφεύγουν από το συναίσθημα, όσο σκληρός και αν είσαι. Αυτό νοιώσαμε και μεις όταν συνομιλήσαμε με έναν φίλο του 65χρονου ψαρά από το Φανάρι που πνίγηκε «στα καλά του καθουμένου».
Ο λόγος για τον 65χρονο ψαρά που χάθηκε μπλεγμένος μέσα στα δίχτυα και ήταν από το Φανάρι. Άφησε την τελευταία του πνοή, λίγο πριν βγει σαν συνταξιούχος, για πάντα στην στεριά.
Συντετριμμένος ο συνάδελφος και φίλος του, ο Δημήτρης από το Πόρτο Λάγος, λέει ότι ο Σάκης ήθελε λίγα χρόνια για να βγει στην σύνταξη και να δώσει το καΐκι του, να χαρεί τα εγγόνια του. «Ήταν φίλος», λέει ο Δημήτρης που έμαθε πολύ αργότερα από τον κόσμο ότι χάθηκε. Ο ίδιος ψάρευε μερικές οργιές ποιο μέσα … «Ήταν φίλος μου»… επαναλάμβανε κατά την διάρκεια της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας. «Ήταν φίλος».
Ο ίδιος ο Δημήτρης, αργότερα, ρώτησε τους συγγενείς και του είπανε ότι πήγε να ρίξει τα δίχτυα, μία δουλειά που την κάνει από μικρό παιδί. “Έχασε την ισορροπία του, έπεσε στο νερό και πάγωσε πάει πέθανε. Ήταν κρύα τα νερά και όταν είναι κρύα τα νερά της θάλασσας, τα περιθώρια να μην πεθάνεις από το κρύο όταν πέσεις, είναι λίγα». Λέει ο Δημήτρης, αναλογιζόμενος προφανώς τους κινδύνους που κρύβει η δουλειά τους, το μεροκάματο τους, το ψωμί της οικογένειας. «Παιδιά έχει, εγγόνια έχει …» λέει μουρμουρίζοντας ο Δημήτρης. «Γνωριζόμαστε 40 χρόνια με τον Σάκη, κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Είναι από το Φανάρι» συμπληρώνει τις πληροφορίες μας για τις ανάγκες του άρθρου που απλά θέλει να δείξει με ποιόν τρόπο οι ψαράδες στην θάλασσα επιβιώνουν και βγάζουν το ψωμί της οικογένειας, έχοντας σχεδόν απέναντι τους ένα εχθρικό κράτος που τους σαμποτάρει με τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές ψαρικών σε βάρος της δικής τους επιβίωσης.
Άλλος ένας ψαράς που άφησε την τελευταία του πνοή στην θάλασσα. Ακούσαμε τον Δημήτρη να μουρμουρίζει στο τηλέφωνο: «Μια ζωή στην θάλασσα, μας γερνάει ποιο γρήγορα… Λίγο να ξεφύγεις … πάει. Όσο ήμασταν ποιο νέοι …» Λέει στενοχωρημένος ο Δημήτρης, κόβοντας την κουβέντα στην μέση, μη θέλοντας ίσως, να μετρήσει εκείνη την ώρα τους κινδύνους και για τον ίδιο, όντας από μικρό παιδί στην θάλασσα. «Ήταν αγαπητό παιδί. Είχε ένα μεγάλο καΐκι το έδωσε γιατί περνούσαν τα χρόνια και ήθελε ένα ποιο μικρό για να το κουμαντάρει και πήρε ένα μικρό, με μηχανή για να ρίχνει τα δίχτυα, κάπου μπερδεύτηκε, παραπάτησε, έπεσε στην θάλασσα και πνίγηκε. Πάει και ο Σάκης».
Για τον Δημήτρη και κάθε Δημήτρη, μικρή σημασία έχουν οι λεπτομέρειες του ρεπορτάζ.