Η έναρξη ισχύος της νέας ονομασίας της γειτονικής χώρας σηματοδοτεί και την αφετηρία μιας πολιτικής μάχης για να κατοχυρωθεί πραγματικά η ονομασία αυτή erga omnes
Η έρευνα του Economist, που ανέδειξε το πρωτοσέλιδο των Νέων της 12ης Φεβρουαρίου, για το πόσος καιρός χρειάζεται ώστε η νέα ονομασία μιας χώρας να κατοχυρωθεί στη διεθνή χρήση είναι ιδιαίτερα διδακτική. Δείχνει ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι αυτόματη και ανάλογα με την ιστορικά ιδιαιτερότητα μπορεί να πάρει και αρκετό καιρό, όμως στο τέλος σε όλες τις περιπτώσεις που μελέτησε επικράτησε η νέα ονομασία.
Βέβαια, η διαφορά με τη μετάβαση από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στη «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια νέα ονομασία αλλά με μια σύνθετη παραλλαγή της πρώτης και αυτό ενέχει όντως τον κίνδυνο για ένα διάστημα να χρησιμοποιείται διεθνώς και η προηγούμενη ονομασία.
Από χθες που πήγε η ρηματική διακοίνωση και στα Σκόπια πανηγύριζαν για το νέο όνομα, ξεκινά ένας Γολγοθάς.
Η πρόκληση να εφαρμοστεί η συμφωνία
Αυτό το στοιχείο ορίζει και την πρόκληση για την ελληνική πλευρά, όχι μόνο σε επίπεδο διακυβέρνησης, αλλά και σε επίπεδο πολιτικού συστήματος. Όσο θεμιτοί και εάν είναι οι προβληματισμοί για το πώς χειρίστηκε το θέμα η κυβέρνηση, όσο βάσιμες και εάν οι κριτικές για τις «γκρίζες ζώνες» της συμφωνίας και κυρίως ως προς το χαρακτήρα της «μακεδονικής ταυτότητας», όσο εύλογη και εάν είναι η διάθεση προεκλογικής επένδυσης στη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους της κοινωνίας για τη Συμφωνία των Πρεσπών, υπάρχει ταυτόχρονα και το γεγονός ότι η συμφωνία έχει τεθεί σε ισχύ.
Αυτό διαμορφώνει ένα μη αντιστρέψιμο τετελεσμένο και αναγκαστικά ορίζει ως επίδικο την εφαρμογή της. Αυτή αφορά προφανώς την ίδια τη Βόρεια Μακεδονία και τον τρόπο που θα τηρήσουν οι αρχές της τις συμβατικές υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει μέσα από τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά αφορά και την ελληνική πλευρά.
Να το πούμε πολύ απλά: η μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισε η ελληνική πλευρά όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν ότι για μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας η ελληνική αντίδραση στο θέμα του ονόματος αντιμετωπιζόταν ως μια ελληνική ιδιαιτερότητα και όχι ως μια δόκιμη διεκδίκηση, έστω και εάν σε επίπεδο διεθνούς δικαίου το πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας την αναγνώριζε ως μια υπαρκτή διαφορά που έπρεπε να επιλυθεί με διάλογο.
Τώρα που επιτεύχθηκε η συμφωνία και τυπικά λύθηκε το θέμα, εναπόκειται και στην Ελλάδα και τον τρόπο που θα συμπεριφερθεί να δείξει ότι πραγματικά ήθελε αυτή τη λύση και ότι απαιτεί στο όνομα του διεθνούς δικαίου, της ειρήνης και της συνεργασίας στα Βαλκάνια να εφαρμοστεί αυτή πλήρως.
Οι κίνδυνοι της ασυνεννοησίας
Εάν η Ελλάδα δείξει ότι εξακολουθεί να μην αποδέχεται ακόμη και αυτή τη λύση, εάν επιμείνει ο κρατικός μηχανισμός και το πολιτικό σύστημα να μην την εφαρμόζουν πλήρως, το μήνυμα που θα σταλεί στην διεθνή κοινότητα είναι ότι ενώ για σχεδόν 30 χρόνια απαιτήσαμε από τη διεθνή κοινότητα να πιέσει για μια λύση, τώρα που αυτή ήρθε εμείς δεν είμαστε ικανοποιημένοι και δεν την εφαρμόζουμε.
Όμως, ένα τέτοιο μήνυμα δεν θα αποτελέσει καμία πίεση προς τη διεθνή κοινότητα για μια καλύτερη συμφωνία. Αντίθετα, στην πραγματικότητα απλώς θα νομιμοποιήσει τη μη ουσιαστική εφαρμογή της και τη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης της γενικής τάσης να αποκαλείται η γειτονική χώρα απλώς «Μακεδονία».
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στο δημόσιο βίο ακόμη δεν έχει γενικευτεί η χρήση της επισήμως πλέον αναγνωρισμένης ονομασίας «Βόρεια Μακεδονία», ενώ υπάρχουν και διάφορες δηλώσεις πολιτικών που επιμένουν ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν την ονομασία αυτή, προφανώς εντός και του προεκλογικού κλίματος. Μόνο που πέραν των εκλογών υπάρχει και η ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι εν θα καταστεί «κενό γράμμα» η συμφωνία.
Για να απαιτείς εφαρμογή, πρέπει να εφαρμόζεις και εσύ
Στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή και με το πώς έχουν τα πραγματικά δεδομένα η Ελλάδα έχει ιδιαίτερο συμφέρον να προσπαθήσει να γενικευτεί όσο πιο γρήγορα η ονομασία Βόρεια Μακεδονία. Όσο πιο γρήγορα γενικευτεί αυτή η χρήση, όσο πιο γρήγορα ο προσδιορισμός των πολιτών της γειτονικής χώρας τείνει προς το «της Βόρειας Μακεδονίας» ή το «βορειομακεδονικός», τόσο λιγότερα προβλήματα θα δημιουργούντα.
Άλλωστε, για να μπορεί η Ελλάδα να ζητά την εφαρμογή της συμφωνίας από την άλλη πλευρά και να επισημαίνει όλες τις περιπτώσεις όπου αυτή δεν εφαρμόζεται, θα πρέπει πρώτα και κύρια αυτή να την εφαρμόζει και αυτό δεν αφορά μόνο τα «επίσημα διαβήματα» αλλά και συνολικά τον δημόσιο βίο.
Μια συστηματική εφαρμογή των προβλεπόμενων από τη Συμφωνία σε ό,τι αφορά τις ελληνικές αρχές αλλά και τους παράγοντες του δημόσιου βίου θα αποτελεί ένα μήνυμα και προς τους γείτονες και προς τη διεθνή κοινότητα ότι η Ελλάδα απαιτεί την πλήρη και απαρέγκλιτη εφαρμογή της συμφωνίας. Αυτό αντικειμενικά θα πιέζει τους διεθνείς εταίρους μας εφαρμόζουν και αυτοί τη συμφωνία, ενώ παράλληλα θα διαμορφώνει ένα κλίμα συμμόρφωσης και για τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και για τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα.
Μια τέτοια στάση θα επιτρέπει να αναδεικνύουμε και όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν, αλλά και να εγκαλούμε τους γείτονές μας για τυχόν καθυστερήσεις ή παρεκκλίσεις ως προς την εφαρμογή από τη δική τους μεριά της συμφωνίας.
Παράλληλα, αυτό θα επιτρέψει και την έμφαση με καλύτερους όρους στις πλευρές της συμφωνίας που έχουν το χαρακτήρα της ανοιχτής διαπραγμάτευσης όπως είναι τα ζητήματα που αφορούν την κατοχύρωση και προστασία όχι μόνο των αναγνωρισμένων προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων και προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης αλλά και των εμπορικών σημάτων που περιέχουν τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγά της, αλλά και τα ζητήματα της αφαίρεσης αλυτρωτικών αναφορών από σχολικά βιβλία και αναλυτικά προγράμματα.