«Μακεδονικό»: Βαρύ το κόστος της μυστικής διπλωματίας για τον Τσίπρα… και την Ελλάδα
Οι αποκαλύψεις Ζάεφ για τη διαπραγμάτευση με τον Αλέξη Τσίπρα θέτουν επιτακτικά την να υπάρξει πλήρης ενημέρωση αλλά και ανοιχτή αποτίμηση της όλης διαδικασίας.
Ο Ζόραν Ζάεφ ήταν σαφής σε όσα είπε. Υποστήριξε ότι δέχτηκε τη σύνθεση ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας / Βόρεια Μακεδονία» εφόσον εξασφάλισε κάποιου είδους «μακεδονική ταυτότητα». Μάλιστα, αποκάλυψε ότι ενδιάμεσα όντως συζητήθηκε και το «Μακεδονία του Ίλιντεν», αλλά απορρίφθηκε εξαιτίας των γνωστών αντιδράσεων.
Βέβαια, από μία άποψη δεν επρόκειτο ακριβώς για «αποκαλύψεις». Η ίδια η συμφωνία αποτυπώνει αυτόν τον συμβιβασμό. Η γειτονική χώρα δέχτηκε να αλλάξει το όνομά της, μια εντυπωσιακή υποχώρηση εάν αναλογιστούμε τι σημαίνει «αλλαγή ονόματος» μιας χώρας, και κέρδισε το δικαίωμα της αναφοράς σε «μακεδονική γλώσσα» (έστω και με τη διευκρίνιση ότι είναι σλαβική γλώσσα) και σε «μακεδονική υπηκοότητα», δύο στοιχεία που ακόμη και εάν δεν ορίζουν τυπικά μια «εθνότητα» (ούτως ή το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει πολιτικές συγκροτήσεις και όχι εθνολογικές κατηγοριοποιήσεις), σίγουρα ορίζουν μια «ταυτότητα».
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ούτως ή άλλως αυτός θα μπορούσε να είναι ο μόνος συμβιβασμός πάνω στο ονοματολογικό και αυτό ήταν γνωστό από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, όταν και αρχίσαμε να συζητάμε για σύνθετη ονομασία.
Με αυτό εννοούμε ότι ήταν σε επίγνωση και των δύο πλευρών ότι οι παραλλαγές μιας συμφωνίας θα περιλάμβαναν από τη μια την τροποποίηση του ονόματος, ώστε να καθησυχαστούν οι ελληνικές ανησυχίες ως προς αλυτρωτισμούς και σχέδια αμφισβήτησης των συνόρων, από την άλλη την αναγνώριση μιας «μακεδονικής ταυτότητας» που θα εξασφάλιζε την εσωτερική συνοχή της γειτονικής χώρας.
Η δυσκολία που υπήρχε ήταν με ποιο τρόπο ένα τέτοιο πλαίσιο συμφωνίας δεν θα αντιμετωπιζόταν ως απαράδεκτη υποχώρηση και «μειοδοσία» στο εσωτερικών των δύο χωρών και θα μπορούσε να εμπεδωθεί ως ένα βήμα σε μια νέα σελίδα συνεργασίας.
Μια μυστική διαπραγμάτευση για την οποία δεν μάθαμε ποτέ όλες τις πλευρές
Είναι προφανές ότι η πραγματική διαπραγμάτευση δεν έγινε μετά τις αρχές του 2018, όταν η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι είναι σε συζήτηση με την τότε ΠΓΔΜ για ένα πλαίσιο συμφωνίας.
Η πραγματική διαπραγμάτευση έγινε τους προηγούμενους μήνες. Άλλωστε, τα ίδια τα αντικειμενικά δεδομένα προς τα εκεί παραπέμπουν.
Το «παράθυρο ευκαιρίας» για τη Συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε τον Μάιο του 2017 όταν ο Ζόραν Ζάεφ ανέλαβε την πρωθυπουργία ύστερα από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Η απομάκρυνση του VMRO από την εξουσία, ύστερα από μακρά παραμονή σε αυτή, διαμόρφωνε έναν πολιτικό συσχετισμό στη γειτονική χώρα που θα μπορούσε να διευκολύνει μια συμφωνία.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ, στο πλαίσιο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» ήθελαν να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερους συσχετισμούς στα Δυτικά Βαλκάνια και άρα ευνοούσαν οποιαδήποτε λύση στην εκκρεμότητα του «ονόματος» που θα άνοιγε το δρόμο για την ένταξη της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα κυβερνούσε ένα κόμμα που δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα ως προς το κομματικό δυναμικό του εάν πήγαινε σε έναν τέτοιο συμβιβασμό.
Επομένως εύλογα μπορεί να υποθέσεις κανείς ότι μέσα στο 2017 ξεκίνησαν και προχώρησαν συνομιλίες, προφανώς με αμερικανική μεσολάβηση, πάνω στο πλαίσιο που αργότερα θα αποτελέσει τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η συνειδητή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για «μυστική διπλωματία»
Σε εκείνη τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε το δρόμο της «μυστικής διπλωματίας». Δεν αναφερόμαστε απλώς στο ότι δεν δημοσιοποίησε τη συζήτηση, κάτι που μπορεί να ήταν και απαίτηση της άλλης πλευράς για να ακυρωθεί πρόωρα εν μέσω αντιδράσεων η προσπάθεια.
Αναφερόμαστε στο ότι δεν έκανε κανένα βήμα συνεννόησης με τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις, είτε με κάποια τυπική, θεσμική διαδικασία, είτε μέσα από μορφές μη δημοσιοποιήσιμης επικοινωνίας, ιδίως από τη στιγμή που το πλαίσιο του συμβιβασμού επί της ουσίας αποδέχονταν οι ηγεσίες και της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ.
Όμως, ακόμη και μετά το τέλος της πρώτης άτυπης διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση δεν έκανε καμία προσπάθεια να έχει τη συμπαράσταση και όσων πολιτικών δυνάμεων θα αποδέχονταν έναν τέτοιο συμβιβασμό, δεν έκανε ανοιχτή έκκληση για συστράτευση, δεν ζήτησε στήριξη στη διαπραγμάτευση, δεν αξιοποίησε το εθνικό συμβούλιο εξωτερικής πολιτικής.
Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση έκανε το ακριβώς αντίθετο. Στηριζόμενη στην εκτίμηση ότι τόσο η ηγεσία της ΝΔ όσο και το ΚΙΝΑΛ θα επέμειναν στις ευρωπαϊκές και ατλαντικές αρχές τους και θα αποδέχονταν μια λύση που είχε την υποστήριξη και της Γερμανίας και των ΗΠΑ, επένδυσε πολιτικά στο ότι αυτό θα προκαλούσε διασπάσεις και απώλειες προς τα δεξιά.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κυβέρνηση επένδυσε πολιτικά και στο να περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών και στο να υπάρξει μια αντίδραση σε αυτή που να ηγεμονεύεται από την ακροδεξιά με την ελπίδα ότι αυτό θα αποδυνάμωνε πολιτικά και εκλογικά τους αντιπάλους της.
Τα αποτελέσματα της κυβερνητικής τακτικής
Μόνο που αυτή η τακτική της κυβέρνησης τελικά είχε ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα. Παρότι η τακτική επιλογή της αντιπολίτευσης να μην στηρίξει τη συμφωνία διαμόρφωσε ένα διαφορετικό τοπίο, υπήρξαν προβλήματα στο πώς η κοινωνία εισέπραξε την όλη διαδικασία.
Η επιλογή της κυβέρνησης για μυστική διπλωματία και στη συνέχεια για παρουσίαση της διαπραγμάτευσης περίπου ως συντελεσμένου γεγονότος δεν άφηνε κανένα περιθώριο να γίνει ουσιαστική συζήτηση πάνω στο ζήτημα, έτσι ώστε η κοινή γνώμη να εξοικειωθεί με την ανάγκη ενός τέτοιου συμβιβασμού.
Ούτε ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών έγινε πάνω στα δεδομένα του ζητήματος, με ψυχραιμία και χωρίς αναπαραγωγή «μυθολογιών», ούτε προσπάθεια για διακομματική συνεννόηση ώστε το ζήτημα να βγει από το πεδίο της προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Επιπλέον, η ίδια η κυβέρνηση, που για ένα μεγάλο διάστημα έπρεπε να διαχειρίζεται και τις αντιδράσεις του Πάνου Καμμένου, έκανε συχνά φραστικές ακροβασίες στην προσπάθειά της να παρουσιάσει τη συμφωνία ως συνέχεια της «εθνικής γραμμής». Αυτό φαινόταν ιδίως σε όλες τις περιπτώσεις όπου προσπαθούσε να επιμείνει ότι δεν αναγνωρίζει «μακεδονική ταυτότητα», σε μια προσπάθεια να μη φανεί «μειοδοτική». Όμως, με αυτό τον τρόπο δεν βοηθούσε και την κοινωνία να συνειδητοποιήσει την ανάγκη όντως συμβιβασμού και σε αυτό το ζήτημα.
Την ίδια ώρα, η κυβερνητική τακτική δεν ασκούσε καμία πίεση στην αντιπολίτευση να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί και να συμβάλει στην προσπάθεια για μια καλή συμφωνία. Αντίθετα, της επέτρεπε να καρπώνεται αντιπολιτευτικά οφέλη.
Μόνο που όλα αυτά έκαναν ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα δεν ήταν στο επίκεντρο των ανησυχιών της ελληνικής κοινωνίας, να γίνει κεντρικό επίδικο θέμα και πάνω του να «προβληθούν» συνολικότερες δυσαρέσκειες, με αποτέλεσμα την επανάκαμψη στοιχείων ενός εθνικιστικού κλίματος που δεν διευκολύνει την ψύχραιμη αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων και ταυτόχρονα ευνοεί την πολιτική ρητορική της ακροδεξιάς.