ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΑΤΙΝΟΥΣ
13.04.1204
Γράφει Dr.fhil. Κωνσταντίνος Ι. Ζωγραφόπουλος
Ιστορικός Βυζαντινολόγος
Υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος με την παράταξη
«Αγάπη για την Ξάνθη μας»
Η 13η Απριλίου κάθε έτους είναι μέρα μνήμης, περισυλλογής, θλίψης για τον Ελληνισμό, διότι κατά την ημέρα αυτή τελείται μνεία της πρώτης Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204. Δυστυχώς στις μέρες μας ενθυμούνται ελάχιστοι το γεγονός αυτό, το οποίο είναι παραδομένο στη Λήθη της Ιστορίας.
Ο βυζαντινολόγος Α. Βασίλιεφ, αναφερόμενος στην εποχή αυτή την χαρακτηρίζει ως «η επικράτηση των υλικών συμφερόντων και των κοσμικών συναισθημάτων επί του πνευματικού και θρησκευτικού αισθήματος».
Πρωταγωνιστές των γεγονότων εκείνης της εποχής ήταν α) ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, ο οποίος ήθελε να επιβάλει την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας στη δυτική, β) ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, ο οποίος ήθελε να σταθεροποιήσει την εμπορική θέση της Βενετίας στην Ανατολή και γ) ο Φίλιππος της Σουαβίας της Γερμανίας, ο οποίος ήθελε να συνεχίσει την επιθετική του πολιτική κατά του Βυζαντίου.
Καταλύτης των εξελίξεων υπήρξαν οι εσωτερικές έριδες των Βυζαντινών. Εν συντομία τα γεγονότα έχουν ως εξής: ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185 – 1195) εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο (1195 – 1203). Ο Ισαάκιος τυφλώθηκε και ρίχθηκε στη φυλακή μαζί με τον ανήλικο γιο του, πρίγκιπα Αλέξιο. Ο τελευταίος κατόρθωσε να δραπετεύσει από τη φυλακή το 1203 και κατέφυγε πρώτα στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και κατόπιν στον κουνιάδο του Φίλιππο της Σουαβίας, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδερφή του πρίγκιπα Αλεξίου Ειρήνη, ζητώντας βοήθεια κατά του θείου του Αλεξίου Γ΄, υποσχόμενος την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας στη δυτική, χρηματικά ανταλλάγματα και στρατιωτική επικουρία για την επικείμενη Σταυροφορία.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους υπέγραψαν οι Σταυροφόροι συμφωνία με τον βυζαντινό πρίγκιπα Αλέξιο και αποφάσισαν την εκτροπή της σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη. Στις 24 Ιουνίου έφτασαν στην Βασιλεύουσα, την οποία απέκλεισαν από γη και θάλασσα. Ο Γάλλος συγγραφέας Βιλλεαρδουίνος, ο οποίος συμμετείχε στην σταυροφορία, περιγράφει την πρώτη εντύπωση που έκανε στους Σταυροφόρους η θέα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου: «Μπορείτε να φανταστείτε ότι αυτοί που δεν είχαν δει ποτέ την Κωνσταντινούπολη, την κοίταζαν με μεγάλο θαυμασμό, δεδομένου, ότι δεν είχαν ποτέ φανταστεί, πώς ήταν δυνατό να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο πλούσια πόλη, με υψηλά τείχη και μεγαλοπρεπείς πύργους ολόγυρά της, με πλούσια παλάτια και επιβλητικές εκκλησίες, των οποίων ο αριθμός θα ήταν απίστευτος για όσους δεν τις έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια και, γενικά, με μια τέτοια έκταση σαν κι αυτήν, την οποία είχε η Κωνσταντινούπολη, που βασίλεψε πάνω απ’ όλες τις πόλεις».
Στις 17 Ιουλίου 1203 κατέλαβαν οι Σταυροφόροι για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη και αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο και τον γιο του Αλέξιο ως συναυτοκράτορα. Στη συνέχεια απαίτησαν να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις, που τους είχαν δοθεί. Οι δύο αυτοκράτορες αφενός αδυνατούσαν να τις εκπληρώσουν λόγω ελλείψει οικονομικών πόρων, αφετέρου δε, αντιμετώπιζαν την οργή και το μίσος των κατοίκων της Βασιλεύουσας, ο οποίος τους κατηγορούσε ως προδότες, διότι παρέδωσαν την Κωνσταντινούπολη στους Λατίνους. Τον Ιανουάριο του 1204 ξέσπασε επανάσταση, υποκινούμενη από τον πρωτοβεστιάριο Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο, ο οποίος ανέτρεψε τους δύο αυτοκράτορες, ανακηρυσσόμενος ο ίδιος αυτοκράτορας.
Η μη εκπλήρωση των οικονομικών ανταλλαγμάτων προς τους Σταυροφόρους και η αναρρίχηση στο θρόνο του Αλέξιου Ε΄ Μούρτζουφλου οδήγησαν τους Δυτικούς στην απόφαση να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας το βυζαντινό κράτος και να ιδρύσουν στη θέση τους μία λατινική αυτοκρατορία. Το Μάρτιο του 1204 υπογράφτηκε μεταξύ τους η συμφωνία για την κατάληψη και τη διανομή των εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η γνωστή “Partitio Romaniae”.
Στις 9 Απριλίου άρχισαν οι εχθροπραξίες διήρκησαν μέχρι τις 13 Απριλίου με την οριστική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Ακολούθησε επί τρεις μέρες και νύκτες πρωτοφανή σκληρότητα και βαναυσότητα απέναντι στους χριστιανούς κατοίκους της πρωτεύουσας. Στις βάρβαρες πράξεις συγκαταλέγονται φόνοι, βιασμοί, αρπαγές, βεβηλώσεις σπιτιών, εκκλησιών, μοναστηριών. Δεν έμεινε τίποτε σεβαστό, ούτε μνημεία τέχνης, ούτε λείψανα, ούτε βιβλιοθήκες, ούτε χειρόγραφα. Η λαφυραγωγία ήταν πρωτάκουστη!!! Ο Γάλλος ιστορικός της Άλωσης Βιλλεαρδουίνος σημειώνει ότι «από κτίσεως κόσμου δε βρέθηκε σε καμιά πόλη τόσο άφθονη λεία». Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και ο Νικόλαος Μεσαρίτης, Μητροπολίτης Εφέσου έδωσαν εντυπωσιακές περιγραφές της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Εύγλωττος είναι ο θρήνος του Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος περιγράφει την καταστροφή της Πόλης, μιμούμενος τους θρήνους του προφήτη Ιερεμία και των ψαλμών του: «Ω πόλη, πόλη, οφθαλμέ όλων των πόλεων, άκουσμα παγκόσμιο, θέαμα υπερκόσμιο, στήριγμα των εκκλησιών, κεφαλή της πίστεως, οδηγέ της ορθοδοξίας, προστάτιδα της παιδείας, ενδιαίτημα κάθε καλού! Ήπιες μέχρι την τελευταία σταγόνα το ποτήριο της οργής του Κυρίου και έπεσε πάνω σου φωτιά πιο μανιασμένη από εκείνη που είχε πέσει στο παρελθόν πάνω στις πέντε πόλεις (Πεντάπολις)…».
Τα γεγονότα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης του 1204 μας φέρνουν αναπόφευκτα στο νου συνειρμούς με καταστάσεις της σημερινής εποχής, όπου διδασκόμενοι εμείς από το παρελθόν να μην οδηγηθούμε να ζήσουμε εκ νέου τραγικές στιγμές, όπως έζησαν, θυσιαζόμενοι για συμφέροντα οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας το 1204.
Βιβλιογραφία
- Α. Ε. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995.
- Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τόμος Β΄, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1971.
- Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2010.
- Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 21, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Παρούσα έκδοση Παραπολιτικά Α.Ε. 2015.
- Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995.