ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΝΤΙΩΝ Ν. ΞΑΝΘΗΣ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Την Κυριακή 12 Μαΐου 2019, «παγκόσμια ημέρα της Μητέρας», θα τιμήσουμε την
«Μάνα της προσφυγιάς» με Εσπερινό, στις 18.00, στο Παρεκκλήσι του Ιωάννη του Θεολόγου, 7ο χιλ Εχίνου-Θέρμες, .
Ο Σύλλογος Ποντίων Ν. Ξάνθης θα μισθώσει λεωφορείο το οποίο θα αναχωρήσει από την Δημοτική αγορά (επί της 40 Εκκλησιών) στις 17.15 ακριβώς.
Δηλώσεις συμμετοχής μέχρι την 12η το μεσημέρι του Σαββάτου 11/5/2019, στα τηλέφωνα 25410 78811, 6945104018 (Ρωμανίδης), 6932331687 (Κατερίνα), 2541071860 (Πηνελόπη) και στους αναδόχους συλλόγους των Παρεκκλησιών της ορεινής περιοχής.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου
Η Μάνα της προσφυγιάς.
12 Μαΐου – «Παγκόσμια ημέρα της Μητέρας»
Αφιερωμένη στην ΜΑΝΑ, το πιο ιερό πρόσωπο στη ζωή μας, στη γυναίκα που μας έφερε στον κόσμο, είναι η δεύτερη Κυριακή του Μαΐου. Παγκόσμια «ημέρα της Μητέρας» γιορτάζεται σήμερα στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μια γιορτή που οι ρίζες της χάνονται στην αρχαία Ελλάδα
Μάνα, η δική σου Παναγία που δεν ξεχνιέται ποτέ. Που την έχεις πάντα στο μυαλό σου.
Σιτ’ εγνεφίζω σύναυγα (Από την ώρα που θα ξυπνήσω με την αυγή)
Σιτ’ ρούζω να κοιμούμαι (μέχρι να πέσω να κοιμηθώ)
Ας’ σο γεργάν’ ιμ από αφκά (κάτω από το πάπλωμα μου)
Εσεν’ν πάντα θυμούμαι (εσένα πάντα θυμάμαι)
( Από ποίημα Νεόφυτου Ιορδανίδη)
Που ξαγρυπνούσε στην αρρώστια σου. Που σε καθοδηγούσε στις συμπεριφορές σου, σου εξηγούσε. Που χαιρόταν με τις επιτυχίες σου, «ζούσε» τις απογοητεύσεις σου. Που βίωσε μαζί σου τους πόνους και τις χαρές, τα πρώτα ερωτικά σου σκιρτήματα
Μανίτσα μ’, εροθύμεσα, ν’ ακούγω την λαλία σ’ (Μανούλα μου αποθύμησα τνα ακούσω την λαλιά σου)
Όσταν σ’αρρώστου το κρεββατ’εκάε με η θέρμα, (όταν άρρωστος στο κρεβάτι με έκαιγε ο πυρετός)
Εσύ τραγώδα έλλεες για άνθα και παρχάρα. (εσύ τραγούδια μου έλεγες για λουλούδια και παρχάρια)
Τραγώδ’νες κι’ έλλες σ’ εμέν: «πουλόπο μ’ μη φογασαι. (τραγουδούσες και έλεγες: «πουλάκι μου μη φοβάσαι)
Η μάνα σ’ στεκ’ς σο γιάνιν σου, κανείς κι ακουμπά σε. (η μάνα σου στέκει δίπλα σου κανείς δεν σε ακουμπά)
Εγώ χατεύω το κακόν, εγώ φέρω την υία σ’» (εγώ διώχνω το κακό, εγώ θα φέρω την υγεία σου»)
Κ εγώ εχαμνογέλανα κ’ εγένουμ’ νε καλλίον. (Κι εγώ κρυφοχαμογελούσα και γινόμουν καλλίτερα)
Εσύ τη στράταν δύκνιζες, τη στράταν τη ορθίας, (Εσύ με καθοδηγούσες δείχνοντας μου τον σωστό δρόμο.)
Να βοηθώ πάντα έλεες, ήντσαν ανάγκιαν έχει. (να βοηθώ πάντα έλεγες όποιον έχει ανάγκη)
Να συγχωρώ και ν’ αγαπώ, κάν’ ναν μη ξεχωρίζω. (να συγχωρώ και να αγαπώ , κανέναν να μην ξεχωρίζω)
Εγκάλεζες κι εδίγ’νες με εγάπ’ ας’σην εγάπη σ’. (Με αγκάλιαζες και μου έδινες αγάπη από την αγάπη σου)
«Μη περιπαίεις τα κόρ’τζοπα, τρανόν εν αμαρτίας» («Να μην κοροϊδεύω τα κορίτσια, είναι μεγάλη αμαρτία)
Έλεες κι εδαρμένευες ν’ αφήνω το καρδόπο μ’ (έλεγες και με συμβούλευες να αφήσω την καρδιά μου)
Να αραεύ’ και να ευρίκ’ το εσ-ι-μ και νυφόπο σ’. (να ψάξει και να βρει το ταίρι μου , την νύφη σου)
Την «Μάνα της προσφυγιάς» τιμούμαι. Την μάνα των πατρίδων που χάθηκαν. Εκεί όπου η γης είναι σπαρμένη με τα κόκκαλα των δικών μας ανθρώπων. Εκεί στην γη της Ιωνίας, της Καππαδοκίας, της Θράκης, του Πόντου, πατρίδες Ελληνικές για πάνω από τρις χιλιάδες χρόνια. Εκεί όπου ανάμεσα σε αλλόθρησκους βύζαινε από τη μια το βλαστάρι της με το γάλα της ζωής και από την άλλη στάλα στάλα, κάθε μέρα, κάθε λεπτό, πότιζε την ψυχή την ελληνική και στο χαμηλό φως του καντηλιού, κάτω από το εικόνισμα της Παναγίας, του έριχνε τον σπόρο της Ορθοδοξίας.
Που βίωσε τους διωγμούς, τους θανάτους και τα αστείρευτα δάκρυα. Γυναίκα και άνδρας μαζί. Να προστατεύει τους ηλικιωμένους και να φροντίζει τα παιδιά της. Θρήνος σπαρακτικός ο χαμός των παιδιών της από τις πείνες και τις κακουχίες. Ο πόνος της νανούρισμα.
Μανίτσα μ’, εροθύμεσα, ν’ ακούγω την λαλία σ’ (Μανούλα μου αποθύμησα τνα ακούσω την λαλιά σου)
Να λες τραγώδα τη χαράς, τη πίκρας και του πόνου. (Να λες τραγούδια της χαράς, της πίκρας και του πόνου)
Να λες για τα παθέματα ντο έσυρεςν η ράτσα σ’ (Να λές γι’ αυτά που πάθατε , αυτά που τράβηξε η ράτσα σου)
σα εξορίας, βιασμούς και κάψιμον χωρίων. (στις εξορίες, τους βιασμούς και το κάψιμο των χωριών)
Ν’ ακούγω να παρακαλείς Θεγόν, ανθρωπ’ς κι αγγέλους (ν’ ακούσω να παρακαλάς Θεό, ανθρώπους και αγγέλους)
Να φέρ’νε και να διγ’νε σε το άψυχον τη παιδίς κορμόπον (να φέρουν και να σε δώσουν το κορμί του άψυχου παιδιού σου)
Γαμπράτ’κα να φοριέις ατον, να ψάλλουν οι ποπάδες. (με γαμπριάτικα να το ντύσεις και να ψάλουν οι παππάδες)
Να πας θεκ’σς ατον απέσ’ς σο υστερν’νόν σπιτόπον (να πας και να το βάλεις στο τελευταίο «σπιτάκι» του)
Κι ατότε θ’ αναπαουσαν η ψύ’ ατ και το καρδόπον σ’. (και τότε θα αναπαυθεί η ψυχή του και η καρδιά σου)
Μάνα, τα μοιρολόιας –ι-σ, τη Πόντου ιστορία. (Μάνα, τα μοιρολόγια σου, του Πόντου ιστορία)
Αυτήν που έζησε τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και ρίζωσε στην νέα πατρίδα. κουβαλώντας έναν «ποχτσά» γεμάτο από την ιστορία, τον πολιτισμό, τις αξίες, τον τρόπο ζωής, ήθη και έθιμα, τον σεβασμό, την λάμψη, την αρχοντιά των πατρίδων που άφησε πίσω της. Με κρυμμένα στον κόρφο της τα άγια εικονίσματα κράτησε στα στιβαρά της χέρια τη συνέχεια της ζωής.
Δεν λύγισε. Άφησε το θρήνο και το μοιρολόι και ρίχτηκε στη δουλειά. Πολέμησε με την γη, τα στοιχεία της φύσης, τις αρρώστιες, την πείνα. Με αγώνα σκληρό, δύσκολο, ανάστησε ανθρώπους και τόπους. Άνθισαν τα βλαστάρια της και πλούσια και ευλογημένα πλημμύρισαν την Ελλάδα. Καινούρια χωριά, κωμοπόλεις, πόλεις ξεπήδησαν με τα ονόματα της ιδιαίτερης πατρίδας των ξεριζωμένων. Πατρίδες που δεν ξεχάστηκαν ποτέ.
Μανίτσα μ’, εροθύμεσα, ν’ ακούγω την λαλία σ’ (Μανούλα μου αποθύμησα τνα ακούσω την λαλιά σου)
Τα υστερ’να τα βασανα να τραγωδείς και λες μας (τα βάσανα που πέρασες να μας πεις με τα τραγούδια σου)
Που έσυρετεν’ς σο εγκαλ’ τη μάνας της Ελλάδας. (Αυτά που πέρασες στην αγκαλιά της μάνας Ελλάδας)
Κι οστάν μικρίτσικον κομμάτ’ τη γης σ’εσας εδέκαν. (και όταν σας δώσανε τον μικρό κομμάτι γης)
ημέρεψετεν τα ραχα, πουλία και θερία. (ημερέψατε τα βουνά, τα πουλιά και τα θηρία)
Πιβόλτσατεν τα χώματα, καρπόν πολλά εδέκαν (καλλιεργήσατε τα χώματα και σας έδωσε πολύ καρπό)
Οσπίτα έχτσετεν τρανά, σχολεία, εγκλεσίας. (σπίτια χτίσατε μεγάλα, σχολεία και Εκκλησίες)
Καινούρ’ ζωή εσκάλωσεν, καινούρ’ και η πατρίδα. (Στήσατε καινούργια ζωή, καινούργια η πατρίδα)
Αμα’σ σην ψ’χην βαθέα απέσ’ ς σα φυλλοκάρδα απέσου (Αλλά στην ψυχή βαθιά, μέσα στα φυλλοκάρδια)
Το έναν το ανέβζηγον για πάντα θ’ απομένει, (Η μία , αυτή που δεν σβήνεται για πάντα θα υπάρχει)
Τη Πόντου η αγία γη, η χίλα δοξασμέντζα (του Πόντου η αγία γη , η χιλιοδοξασμένη)
Πατρίδαν άλλο κι αν ευτάς, πατρίδαν έναν ενί. (και άλλη πατρίδα κι αν κάνεις, μία είναι πάντα η πατρίδα)
Τιμούμε την Μητέρα μας που κλείνει μέσα της την αγάπη, την προστασία, την φροντίδα, την καλοσύνη, την ασφάλεια , την εμπιστοσύνη.
Γιορτάζουν όλες οι μανούλες, οι μάνες, οι μητέρες, η μαμά όπως ο καθένας μας έχει μάθει να την φωνάζει. Σήμερα μικροί και μεγάλοι θα βρούμε τρόπο να πούμε «χρόνια πολλά», λίγα λόγια τρυφερά όπως της αξίζει, στο γλυκύτερο πρόσωπο της ζωής μας.
Ευκαιρία να ξαναπούμε την λέξη ΜΑΝΑ και να της εκφράσουμε απέραντη ευγνωμοσύνη και πολλές γλυκές από καρδιάς ευχές για χρόνια πολλά.
Και ση μανίτσας την οδόν (Και στης μανούλας τον «δρόμο» (θέση))
Ποίος πορεί κι εμπαίνει; (Ποιος μπορεί να μπει)
Δεύτερον μάνα’κι ίνεται (Δεύτερη μάνα δεν γίνεται)
σ’ όλον την οικουμένην. (σε όλη την οικουμένη)
(από ποίημα του Θεόδωρου Αντωνιάδη)
Χρόνια Πολλά σε όλες τις μανούλες.
Σύλλογος Ποντίων Ν. Ξάνθης
Ρωμανίδης Νεοφ. Θεόδωρος
(Πηγή : Στίχοι από ποίημα του Κυριάκου Σαχανίδη)