Έρωτας: Ένα αδάμαστο θεριό στην ψυχή του ανθρώπου.

Του Αλέξανδρου Παυλικιάνου

Σκούζει, λουφάζει, ανταριάζει, μισεί, θρέφετε από το κακό ή το καλό και πορεύεται αντάμα με τον άνθρωπο, μέσα στον άνθρωπο.

Τον κάνει θεριό και σκλάβο.

Απομεινάρι του ζώου που όλοι κρύβουν μέσα τους από γεννησιμιού τους και πορεύεται αντάμα από τα γεννοφάσκια.

Έρωτας, έργο διαβόλου και Θεού που συνάμα δοκιμάζουν τη δύναμη τους πάνω στα πλάσματα που γέννησαν κι ανάθρεψαν, πιασμένοι χέρι χέρι στης αιωνιότητας το ατελέσφορο ταξίδι.

Άοπλα και άυλα κομμάτια της ζήσης οι ψυχές των ανθρώπων, πότε λάφυρο του διαβόλου και πότε του Θεού.

Ψυχές που από του διαβόλου τα καμώματα γίνονται κακούργοι, πανούργοι εκδικητικοί  και καταστρέφουν και ρημάζουν το σύμπαν που κινούνται και πότε του Θεού, όπου γεννάτε η γαλήνη, η ομορφιά και η αγάπη.

Μα ύστερης ο Θεός αφήνει τις ψυχές σε δοκιμασία και μοιραία πιάνουν δουλειά του διαβόλου τα τσιράκια  και οδηγούν και πάλι στα σοκάκια, τα μισερά και σκοτεινά. Αέναη πάλη το καλό με το κακό που θριαμβεύει το κακό και δυναμώνει το καλό.

Έρωτας: Ψυχές δυστυχισμένες που πάνω τους πειραματίζονται τα θεία του φωτός και του σκότους.

Είναι αδάμαστο θεριό ο έρωτας;

Ποιος πέρασε το κατώφλι του, τον έζησε, τον ένοιωσε και δεν πόνεσε; Τις πιότερες φορές  γλυκά, αλλά πόνεσε.

Είναι πόνος ο έρωτας;

Είναι. Γλυκός, αλλά πόνος, προθάλαμος όμως, του κακού και της δυστυχίας.

Ποιος πέρασε το κατώφλι του και δεν μίσησε, δε σκότωσε, δε σύρθηκε στα ποιο σκοτεινά σοκάκια του νου και μετά … ξαναβγήκε στο φώς;

Κανένας. Γιατί ξανάρθε το σκοτάδι και η άβυσσος στην ψυχή του ανθρώπου μεγαλώνει.

Είναι σκοτάδι ο έρωτας;

Είναι.

Δαμάζετε ο έρωτας;

Όχι.

Πορεύετε ανάμεσα στα σκοτάδια και ανάρια ανάρια αφήνει λίγο φώς σαν τις πυγολαμπίδες στο σκοτάδι.

Και τι είναι σκοτάδι στη ζωή των πλασμάτων;

Η αναμονή του φωτός που περνάει από μακριά και συντηρεί την ελπίδα. Ελπίδα ότι το φώς το μακρινό θα έρθει κατά την μεριά τους.

Τούτο το φώς, σαν τα πεφταστέρια, πιάνετε για λίγο στα μάτια – ο έρωτας – μετά χάνεται στο απέραντο σύμπαν και γίνεται μακρινή κουκίδα, άφταστη κι όταν φτάνει κάποτε στις ψυχές των πλασμάτων του Θεού ή του Διαβόλου, καίει τα πάντα, γιατί δεν ήταν το φώς της ελπίδας, αλλά πυρακτωμένη λάβα, έργο του διαβόλου και των παιδιών του.