Με 24 γράμματα κι όχι μόνο…

ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 11:00 π.μ.

ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗΣ – (το σπίτι που γεννήθηκε ο Μ. Χατζιδάκις)

Οι εκδόσεις Ars Libri σε συνεργασία με τη Φ.Ε.Ξ. και τον  Πολυχώρος Τέχνης και Σκέψηςπαρουσιάζουν  την ποιητική συλλογή της Fátima Fernandes σε μετάφραση Κατερίνας Γιαννίκη.

 

Fátima Fernandes, Εξορκισμός, Ars Libri, 2019 (μτφρΚατερίνα Γιαννίκη)

 Ο Εξορκισμός είναι το πρώτο βιβλίο της Πορτογαλίδας  ποιήτριας Fátima Fernandes, το οποίο μεταφράζεται στα ελληνικά. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη γραφή της Fernandes είναι το έντονο παραμυθικό στοιχείο, η σωματικότητα, οι ακατανίκητες δυνάμεις της φύσης μέσα από ένα ύφος απλό, που κάποτε αγγίζει το παιδικό τραγούδι κι άλλοτε τους λαϊκούς θρύλους.

Η συλλογή ξεκινά με το ποίημα Αργά στο οποίο ακολουθούμε μια κατάδυση ουρανίων και θαλάσσιων πλασμάτων καταραμένων, μέσα στα βαθιά νερά. Ποια κατάρα φέρουν αυτά τα όντα και γιατί; Ποια αγωνία τα κάνει να κυματοπαλεύουν παρατημένα; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα στο ποίημα, το μόνο που αποκαλύπτεται είναι πως η γυναικεία φωνή που μιλά σε όλο το ποίημα γίνεται μέρος αυτού του σκοτεινού, του υγρού κόσμου, καθώς κρύβεται από φόβο σε ένα κοχύλι. Η ίδια φωνή είναι που στα επόμενα ποιήματα μετατρέπεται σε έναν μικρό δημιουργό, συνθέτοντας μέσα από τις τελείες ενός μολυβιού ένα σώμα αγγελικό. Από τη στιγμή αυτή το αγγελικό πλάσμα αποκτά τον κεντρικό ρόλο στη συλλογή, είναι η Αγγελίνα που όλοι νομίζουν/ Είναι κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους/ Τις νύχτες όμως/ Τρέχει με τους λύκους! ή που όλοι νομίζουν/ Δεν πάει πουθενά/ Αυτή όμως πετά/ Με της νύχτας τα πουλιά.

Η Αγγελίνα, λοιπόν, είναι ένα κορίτσι με δύο ζωές: φαινομενικά μοιάζει με όλα τα υπόλοιπα κορίτσια, στην πραγματικότητα όμως ζει μια κρυφή ζωή, μια «ζωική» ζωή, συντροφεύοντας άγρια ζώα. Ζώντας έτσι, η Αγγελίνα κάποτε χάνεται οριστικά από τον ανθρώπινο χώρο: Ξεδίπλωσε με κόπο τα φτερά/ Και πέταξε στον άνεμο/ Κανείς δεν έμαθε τι έγινε/ Πέθανε, είπαν/ Δεν πέθανε όμως/ Πέταξε στον ουρανό/ Αυτό γνωρίζω εγώ.

Αυτή η φυγή όμως προετοιμάζει την επιστροφή: Μια μέρα η Αγγελίνα θα είναι πάλι εδώ, μας εξομολογείται η ποιητική φωνή, επικαλούμενη στη συνέχεια την Αγγελίνα, όπως καλεί κανείς έναν άγιο ή έναν δαίμονα: Σε καλώ με λόγια δυνατότερα από μένα/ Λόγια από τα βάθη της γης/ Και από τα μαύρα μου σπλάχνα.

Μετά από αυτή την επίκληση στη θεά – δαιμόνισσα Αγγελίνα, ανοίγεται μπροστά μας ένας καινούριος κόσμος, εκεί όπου οι κρύφιες δυνάμεις έχουν αναδυθεί: έτσι μια γυναίκα – λύκαινα Μας κρατάει γερά ως Μάνα όλου του πόνου, το καπέλο του μάγου βγάζει έναν άσπρο γλάρο που φέρνει μαζί του φρέσκο αλάτι και θάλασσα, ενώ σώματα ακρωτηριασμένα/ Σακατεμένα        / Μες στο αίμα μοιάζουν αστεία στην ποιητική φωνή που είναι έτοιμη να αγγίξει τον τρόμο της.

Στη συνέχεια το στοιχείο του μύθου, το οποίο έχει γίνει ήδη εμφανές από την αρχή της συλλογής, μέσα από την αφηγηματικότητα και τα παραμυθικά αρχέτυπα, αποκτά μια νέα διάσταση, ακουμπώντας σε γνωστούς μύθους και στοιχεία παραμυθιών: ενδεικτικά ας αναφερθούν η Εκάτη, το κορίτσι και ο πρίγκιπας – τέρας, ο Άγγελος – εκδικητής, οι νεράιδες και οι μάγισσες, η Σειρήνα.

Ένα άλλο στοιχείο που είναι χαρακτηριστικό στο σύνολο της σύνθεσης είναι η σωματικότητα: το βίωμα, η αποκάλυψη, η μύηση σε έναν άγνωστο υπερβατικό κόσμο γίνεται μέσα από τις αναφορές στο σώμα, μέσα από την άγρια συμμετοχή των αισθήσεων στο πανδαιμόνιο ενός μαγικού σύμπαντος. Ας διαβάσουμε το ποίημα ΓΕΜΑΤΗ ΑΣΤΕΡΙΑ Η ΚΟΙΛΙΑ ΜΟΥ: Γεμάτη αστέρια η κοιλιά μου/ ‘Έκλεισα τα μάτια/ Για να μην τα χάσω/ Σαν μάνα του κόσμου/ Πήρα βαθιά ανάσα/ Και άνοιξα το στόμα/ Για να γεμίσω αέρα/ Και να καταπιώ τη θάλασσα/ Και έτσι να σε φέρω σε μένα.

Στους παραπάνω στίχους η κοιλιά είναι ουρανός, το στόμα γίνεται η θάλασσα, η μετατροπή του σώματος σε κοσμικό στοιχείο οδηγεί στην απόλυτη ένωση, που είναι η απόληξη της αγάπης. Η αγάπη στα ποιήματα καταβροχθίζεται, καταστρέφει, για να αναδημιουργήσει, συντρίβει, για να αποκαλύψει όσα ο τρόμος είχε καλά αποκρύψει:

Σου ‘πιασα το χέρι/ Και μαζί/ Αθόρυβα/ Αρχίσαμε να γυρίζουμε γύρω γύρω/ Να στροβιλιζόμαστε με δύναμη/ Να κάνουμε κύκλους/ ‘Όλο και πιο γρήγορα/ ‘Όλο και πιο μεγάλους/ Ώσπου καταστρέψαμε το δωμάτιο/ Και σκορπίσαμε χάος.

Διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα, αποκτά μια σαφή αίσθηση ότι η γυναίκα με το σώμα της, την αγριότητα των ενστίκτων της, την ζωικότητα της φύσης της βρίσκεται πίσω από κάθε στίχο: η γυναίκα – θεά, η γυναίκα- δαιμόνισσα, η γυναίκα – Μαινάδα, η γυναίκα –  ερωμένη, η γυναίκα – κόρη, η γυναίκα – μητέρα, η γυναίκα που αποκτά ονόματα και γίνεται η Σάρα ή η Σόνια, η γυναίκα που δεν έχει όνομα και αφηγείται πάντα τη μοναδική της ιστορία για τη ζωή της ή για τον σπαρακτικό της θάνατο, Γυναίκα χωρίς ηλικία/ Η καρδιά της μεγάλο χωράφι/ Καμένο από τον ήλιο/ Ξερό και σκληρό/ Αγριεμένο από τον αέρα/ Να κυματίζει χωρίς αφεντικό/ Αναποφάσιστο. Η ίδια εκείνη που Στην καρδιά του δάσους βλέπει τον θεό της να χορεύει γυμνός Με μεγάλα κέρατα ελαφιού/ Και πανέμορφη χαίτη αλόγου.

Αγγίζοντας λοιπόν κανείς τη ρίζα, το πρώτο χώμα, το αρχέγονο Χάος, παύει να φοβάται: Σε κοιτάζω στα  μάτια/ Και δε φοβάμαι να πεθάνω/ Είναι αυτή η τεράστια δύναμη που έχω/ Η μεγάλη μου ορμή.

Ας δούμε αυτά τα ποιήματα ως έναν εξαγνισμό, ως έναν εξορκισμό, ένα ξόρκι για τη νίκη ενάντια στο Τρομερό, ως μια οικείωση εκείνων που αναδύονται σε έναν παράξενο κήπο, τον κήπο της Νύχτας, που δίνει ζωή στα πιο παράξενα άνθη, τα άνθη της ψυχής.