Πρόσφυγας ή μετανάστης;
Σε πρόσφατη δημοσίευσή μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, έθεσα τον εξής προβληματισμό. «Με ποιον θεσμικά ή νομικά ορθό τρόπο μπορεί να ισχύει η σύγκριση μεταξύ των προσφύγων, προγόνων αρκετών από εμάς που, έχοντας την Ελλάδα ως χώρα προορισμού, έφτασαν τελικά εδώ για να γλυτώσουν τις ζωές τους από τις ορδές του Κεμάλ ή των υποχρεωτικά ανταλλάξιμων του ΄23, με τους πρόσφυγες που, εγκαταλείποντας εμπόλεμες ή όχι χώρες, φτάνουν -αισίως- στην Τουρκία, η οποία σαφώς και θεωρείται ασφαλής χώρα, με μία εύρωστη οικονομία, αλλά… δεν παραμένουν εκεί και συνεχίζουν να μετακινούνται προς άλλους προορισμούς;»
Σημειώνω πως σχετικά πρόσφατα (Αύγουστος 2019), με αφορμή περίπτωση Σύρου πρόσφυγα που συνελήφθη στη Γερμανία, δικαστήριο στο Μόναχο με απόφασή, του δεν επιτρέπει την επαναπροώθησή του στην Ελλάδα, υπό τον φόβο ότι θα επιστρέψει στην Τουρκία. Το δικαστήριο στην απόφασή του, θεωρεί πως η Τουρκία δεν αποτελεί ασφαλή χώρα για τους πρόσφυγες, λόγω του ότι δεν εφαρμόζει επαρκώς τη συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες (θα δούμε γιατί παρακάτω), κάτι που ουσιαστικά «βάζει φωτιά» στη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας του 2016.
Παράλληλα, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί πως σε φυλλάδιο που κυκλοφόρησε η αντιπροσωπεία του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, με τον τίτλο «Πρόσφυγας ή Μετανάστης, η επιλογή των λέξεων έχει σημασία», ενώ τις 9 από τις 10 ερωταπαντήσεις που θέτει, φροντίζει να τις τεκμηριώσει και νομικά, καταλήγει στο 10ο ερώτημα το οποίο είναι «Τι γίνεται με τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη μία χώρα υποδοχής και εισέρχονται σε άλλη; Στην περίπτωση που συνεχίζουν το ταξίδι τους από την πρώτη χώρα όπου διέμεναν δεν περιγράφονται καλύτερα ως «μετανάστες;» για να απαντήσει με το εντελώς αυθαίρετο (κατά τη γνώμη μου) νομικό συμπέρασμα πως «Ένας πρόσφυγας δεν παύει να είναι πρόσφυγας ή δεν γίνεται «μετανάστης» απλώς και μόνο επειδή αφήνει μία χώρα υποδοχής για να ταξιδεύσει σε άλλη… Το άτομο που πληροί τα κριτήρια για το καθεστώς του πρόσφυγα παραμένει πρόσφυγας, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διαδρομή και τα διάφορα στάδια του ταξιδιού αναζήτησης προστασίας ή ευκαιριών για να ξαναχτίσει τη ζωή του/της». Μία τέτοια απάντηση όμως, εκτός του ότι δε στηρίζεται σε κανένα απολύτως νομικό έρεισμα, εάν υιοθετηθεί ως έχει, τότε, με βάση και τον ορισμό που δίνει η Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες (δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων (και) ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα …. κλπ), θα πρέπει (πχ) να προκαλέσει αυτόματα την κατάργηση του όρου «μετανάστης», καθώς οι πάντες που απλά μεταναστεύουν για οποιοδήποτε λόγο, θα μπορούν να επικαλεστούν πως φοβούνται την δίωξή τους στη χώρα καταγωγής τους, λόγω (πχ) της κοινωνικής τους τάξης ή των πολιτικών τους πεποιθήσεων, και να ζητήσουν… άσυλο σε οποιαδήποτε χώρα της αρεσκείας τους!
Το παράδειγμα-επιχείρημα που έφερε διαδικτυακός φίλος στη συζήτηση που αναπτύχθηκε «κάτω» από την αρχική δημοσίευση στο κοινωνικό δίκτυο, πως ένα μέρος του προσφυγικού ελληνισμού του 1922, είχε καταφύγει στη Συρία, αν και αρκετά καλό, «πάσχει» κατά τη γνώμη μου σε ένα -κυρίως- σημείο. Προσέχοντας (θέλω να πιστεύω) καλά το πώς διατυπώνω τις σκέψεις μου, γράφω στο αρχικό δημοσίευμα «με ποιο θεσμικά ή νομικά ορθό τρόπο…». Πού λοιπόν εντοπίζω το λάθος του επιχειρήματος. Αφού σημειώσω πως (όπως αναφέρει και ο Β. Αγτζίδης σε άρθρο του), στα εδάφη αυτά «είχαν καταλήξει διάφορα κύματα Ελλήνων και Αρμενίων που είχαν υποστεί τις εθνικές εκκαθαρίσεις από τους νεότουρκους την περίοδο 1914-1918. Αλλά και στη συνέχεια, κατά την κεμαλική εποχή (1919-1923)», θα πρέπει να πούμε πως οι εκτοπισμένοι και διωκόμενοι από τις εστίες τους Έλληνες, ουσιαστικά αλλά και τυπικά, δεν έφτασαν ποτέ στη Συρία, απλά διότι… το 1922 δεν υπήρχε Συρία. Τα εδάφη στα οποία προσωρινά (οι περισσότεροι) ή μόνιμα εγκαταστάθηκαν, ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία (κατ’ αρχήν) με τη μυστική Συμφωνία Σάϊκς-Πικό το 1916, είχαν περάσει, άλλα υπό βρετανικό και άλλα υπό γαλλικό έλεγχο, και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, πέρασαν υπό την γαλλική εντολή, «λειτουργώντας» ουσιαστικά ως… προτεκτοράτα. Μόνο μετά το 1946 η Συρία απέκτησε την ανεξαρτησία της. Οι Έλληνες πρόσφυγες λοιπόν, μετακινήθηκαν μέσα στα όρια της, διαμελισμένης μετά τον Α΄ΠΠ, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περνώντας -τυπικά- τα «αδιόρατα σύνορα» μιας Συνθήκης (Σεβρών), για να βρεθούν σε ένα… γαλλικό προτεκτοράτο, το οποίο μάλιστα κάθε άλλο παρά μπορούσε να χαρακτηρισθεί (ακόμη και τότε) ως «ασφαλής χώρα». Ο ίδιος δε ο Β. Αγτζίδης σημειώνει στο άρθρο του πως «στην περιοχή κατοικούσε και μια μεγάλη ελληνορθόδοξη κοινότητα αραβόφωνων, απογόνων των Βυζαντινών». Σαφώς και όσοι βρέθηκαν εκεί, χρωστούν ευγνωμοσύνη για την ελεημοσύνη των ντόπιων κατοίκων και του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως τους αναγνωρίσθηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα, όπως αυτά -ορθά και δίκαια- τα γνωρίζουμε και τα εννοούμε σήμερα.
Κατά συνέπεια, οι Έλληνες πρόσφυγες του ’22 και των προηγουμένων ετών, είτε μετακινήθηκαν εξ΄ αρχής σε άλλο ανεξάρτητο κράτος (Ελλάδα), το οποίο είχε κάθε θεσμική και νομική δυνατότητα να τους προσφέρει υπηρεσίες ασύλου, όπως τουλάχιστον αυτές εννοούνταν και περιγράφονταν τότε από την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία -σημειωτέων- δημιουργήθηκε μόλις ένα χρόνο πριν (1921) και κυρίως για να επιβλέψει την επιστροφή στις εστίες τους των προσφύγων του Α΄ΠΠ, είτε μετακινήθηκαν εντός των ορίων της -τότε- Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περνώντας τυπικά τα σύνορα ενός -μη ασφαλούς- προτεκτοράτου υπό την γαλλική εντολή, ευρισκόμενοι μάλιστα μεταξύ και μιας ελληνορθόδοξης κοινότητας αραβόφωνων, εάν αυτό παίζει κάποιο ρόλο.
Και αυτό, με φέρνει στο δεύτερο αντεπιχείρημά μου. Όπως σωστά αναφέρει ο διαδικτυακός μου φίλος, τα γεγονότα αυτά «έλαβαν χώρα» στις αρχές της δεκαετίας του ΄20 (και λίγο πριν). Όπως είναι γνωστό, μόλις το 1951 υπογράφηκε η Σύμβαση της Γενεύης για τα δικαιώματα των προσφύγων, η οποία και αναθεωρήθηκε-διευρύνθηκε με το Πρωτόκολλο του 1967 (Ν. Υόρκη). Τόσο στη Σύμβαση, όσο και στο Πρωτόκολλο, η Τουρκία φρόντισε να συμπεριλάβει την διευκρίνιση πως ως «πρόσφυγα», η ίδια εννοεί εκείνον που «επηρεάστηκε» από «τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ευρώπη πριν την 1η Ιανουαρίου του 1951». Κατά συνέπεια, μέχρι και σήμερα, όσοι βρίσκονται στο έδαφος της Τουρκίας, για την ίδια -νομικά- δεν αποτελούν πρόσφυγες. Τουλάχιστον τέτοιους στους οποίους να μπορούν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης και η αναθεώρησής της. Ως μέλος όμως του ΟΗΕ και έχοντας υπογράψει την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποχρεούται να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια προς όσους βρίσκονται στο έδαφός της.
Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε θεσμικά ή/και νομικά ορθή σύγκριση περί των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών, μπορεί να γίνει μόνο μετά την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) και κυρίως μόνο μετά τη Σύμβαση της Γενεύης (1951) και της αναθεώρησής της (1967).
Καταλήγοντας, γνώμη μου είναι πως δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση μεταξύ των Ελλήνων προσφύγων του ’22 (και προγενέστερα) που κατέφυγαν στα εδάφη της σημερινής Συρίας (και αλλού), με όσους σήμερα φθάνουν στη χώρα μας, προερχόμενοι από άλλες ασφαλείς χώρες της περιοχής.
Αν αυτό μπορεί να γίνει για συναισθηματικούς λόγους, είναι μια άλλη συζήτηση που αφορά την υποχρέωσή μας, την υποχρέωση κάθε δημοκρατικού πολίτη, για ανθρωπιστικούς λόγους, να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια αξιοπρεπούς διαβίωσης, σε κάθε άνθρωπο (ειδικά δε στα ανήλικα παιδιά) που, χωρίς δόλο, φτάνει «στην πόρτα του». Και μέχρι εκεί.
Όσον αφορά την πολιτική όμως, πολύ δε περισσότερο τη διεθνή, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω πως δεν ασκείται, ούτε μπορεί ποτέ να ασκηθεί, με συναισθηματικούς όρους.