Νέα συμφωνία ΗΠΑ – Ελλάδας: Οι σχεδιασμοί, οι δυσκολίες, τα πιθανά οφέλη και οι κίνδυνοι
Η επίσκεψη Πομπέο σηματοδοτεί και την υπογραφή της τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ, στην οποία η ελληνική πλευρά αποδίδει στρατηγική σημασία
Κάποτε το σύνθημα «να φύγουν οι βάσεις του θανάτου» συγκλόνιζε την Ελλάδα. Οι αμερικανικές βάσεις είχαν ταυτιστεί με τον Ψυχρό Πόλεμο, την αμερικανική ανάμειξη στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, την εμπλοκή στο πραξικόπημα, τη διάχυτη αίσθηση στην κοινή γνώμη ότι οι ΗΠΑ δεν έκαναν όσα έπρεπε για να αποτρέψουν το πραξικόπημα στην Κύπρο και την Τουρκική εισβολή.
Μάλιστα ήταν το ΠΑΣΟΚ αυτό που είχε κατεξοχήν υποστηρίξει αυτό το αίτημα. Βέβαια όταν το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία, ήταν αυτό που διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, έστω και εάν προσπάθησε να εξασφαλίσει ένα πιο ορθολογικό πλαίσιο παρουσίας.
Η επόμενη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ θα υπογραφεί το 1990, σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ μείωναν τη στρατιωτική τους παρουσία καθώς έφτανε στο τέλος του ο Ψυχρός Πόλεμος και είναι αυτή που ισχύει έκτοτε. Η συμφωνία έχει το κύριο μέρος, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές που αφορούν την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών και το Παράρτημα που εξειδικεύει τις βασικές πλευρές της και ορίζει συγκεκριμένα και ποιες εγκαταστάσεις αφορά και με ποιο καθεστώς.
Από τότε αρκετά πράγματα άλλαξαν, ορισμένες από τις εγκαταστάσεις δεν χρησιμοποιούνται πια, η βάση της Σούδας αναβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο και οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν ή επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν και άλλες ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Το νέο γεωπολιτικό τοπίο
Το γεωπολιτικό τοπίο του 1990 διαφέρει σημαντικά από το σημερινό. Τότε ήταν σαφές ότι ο κόσμος έπαυε να είναι διπολικός. Η ανάγκη διαρκούς ετοιμότητας για ένοπλη σύγκρουση με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν υπήρχε πια. Άλλες απειλές αναδύονταν που δεν είχαν σχέση με την προηγούμενη περίοδο και που θα σφραγίσουν τις επόμενες δεκαετίες. Η συζήτηση για τις δομές συλλογικής ασφάλειας ήταν ανοιχτή και υπήρχαν ακόμη και σκέψεις για υπέρβαση του ΝΑΤΟ.
Στο μεταξύ τα πράγματα θα αλλάξουν. Η 11η Σεπτεμβρίου και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» θα μεταφραστεί σε δύο «αυτοκρατορικές» επεμβάσεις των ΗΠΑ, πρώτα στο Αφγανιστάν και λίγο μετά στο Ιράκ, με τις επιπτώσεις να είναι αισθητές ακόμη και σήμερα. Σταδιακά θα εμφανιστούν νέες πολώσεις και σήμερα μιλάμε για έναν «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» που φέρνει από τη μια τις ΗΠΑ και από την άλλη τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ εξετάζουν ξανά νέα σχέδια επιθετικών επεμβάσεων εναντίων δυνάμεων που τις θεωρούν μεσοπρόθεσμα απειλητικές όπως είναι το Ιράν.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ ζητούν από τους συμμάχους τους ολοένα και μεγαλύτερες διευκολύνσεις σε σχέση με ενδεχόμενες πολεμικές επεμβάσεις αλλά και στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός είδους υγειονομικής ζώνης έναντι των ανταγωνιστών τους.
Στην Ευρώπη αυτό έχει φανεί στην προσπάθεια να υπάρχει μια συνεχής ανάπτυξη αμυντικών (και επιθετικών) δυνατοτήτων από τη Βαλτική έως τη Μεσόγειο απέναντι στη Ρωσία αλλά και ανάλογες προσπάθειες στη Ν.Α. Ασία απέναντι τόσο στην Βόρεια Κορέα αλλά κυρίως την Κίνα. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ διεκδικούν να μπορούν να έχουν σαφή δυνατότητα στρατιωτική ελέγχου κρίσιμων ζωνών: πρώτα και κύρια του Περσικού Κόλπου, εξαιτίας των τεράστιων ενεργειακών ροών που περνούν από εκεί αλλά και άλλων περιοχών.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ. Είναι σε κομβική θέση στα Βαλκάνια αλλά και στη Μεσόγειο, η Κρήτη είναι σε πολύ κρίσιμο σημείο και ως γεωγραφική θέση προσφέρεται για ορμητήριο για διαφόρων ειδών επιχειρήσεις. Επιπλέον, προσφέρει πάντα για τις ΗΠΑ ένα συμπληρωματικό (ή εναλλακτικό) σημείο αναφοράς σε σχέση με την Τουρκία, που στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου αποτέλεσε προκεχωρημένο φυλάκιο, ενώ αργότερα υπήρξε κομβική στο σχεδιασμό αμερικανικών ένοπλων επεμβάσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Οι σχεδιασμοί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει να κάνει μια ακόμη πιο φιλοαμερικανική στροφή. Μάλιστα, αυτό είναι ένα από τα λίγα στοιχεία συνέχειας ανάμεσα στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα μιας εκτίμησης ότι μέσα σε συνθήκες αυξημένης γεωπολιτικής πόλωσης και με δεδομένη τη διαχρονικά αποτυχία (αλλά και απροθυμία) της Ευρώπης να αναπτύξει έναν αυτοτελή ρόλο στη διεθνή σκηνή, η στήριξη των ΗΠΑ συνιστά τη βασική εγγύηση των ελληνικών συμφερόντων.
Αυτή η θέση ενισχύθηκε και από μια εκτίμηση ότι η συγκυρία του Συριακού εμφυλίου πολέμου, η τουρκική εμπλοκή σε αυτόν, οι διαφορετικές επιλογές που έκαναν ΗΠΑ και Τουρκία, η τουρκική καχυποψία απέναντι στις ΗΠΑ για το πραξικόπημα του 2016 και πιο πρόσφατα η αντιπαράθεση ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ για την προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων σηματοδοτούσε μια εξελισσόμενη ρήξη ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ και άρα ένα κενό «στρατηγικού συμμάχου» που θα μπορούσε να καλύψει η Ελλάδα.
Το συγκεκριμένο νέο πλαίσιο της συμφωνίας
Όπως αποκάλυψαν έγκαιρα το Βήμα και ο συνάδελφος Άγγελος Αθανασόπουλος η διαπραγμάτευση της νέας συμφωνίας, για την ακρίβεια η τροποποίηση των όρων του παραρτήματος δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, παρά την πρόθεση της ελληνικής πλευράς.
Ο λόγος είναι ότι πλέον η Συμφωνία δεν αφορά κυρίως τη βάση της Σούδας και άλλων εγκαταστάσεων με σαφώς προσδιορισμένο χαρακτήρα «αμερικανικών βάσεων», αλλά τα χρήση στρατιωτικών εγκαταστάσεων που ταυτόχρονα έχουν και αυτοτελή επιχειρησιακή διάσταση για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ή αποτελούν χώρους με ειδικό καθεστώς.
Ως γνωστόν, στη Λάρισα σταθμεύουν από την 1η Μαρτίου 2018 δύο Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη ΜQ-9Reaper, ενώ η βάση Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο έχει επανειλημμένως χρησιμοποιηθεί από αμερικανικά ελικόπτερα. Και οι δύο εγκαταστάσεις ενδιαφέρουν τους αμερικανούς. Όμως, η ελληνική πλευρά επέμεινε ότι δεν μπορούν να έχουν το ίδιο καθεστώς με τη Σούδα όπου ο αμερικανός διοικητής έχει εκτεταμένες αρμοδιότητες.
Αντίστοιχα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται πάρα πολύ για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, για να μπορούν να το χρησιμοποιούν. Μάλιστα χρηματοδότησαν και την ανέλκυση μιας βυθισμένης βυθοκόρου για να μπορούν να ελλιμενίζονται μεγαλύτερα πλοία και να διευκολύνονται οι μεταφορές αμερικανικών δυνάμεων προς την Κεντρική Ευρώπη. Όμως, ταυτόχρονα είναι ένα λιμάνι προς ιδιωτικοποίηση και αυτό που μπορεί να κατοχυρωθεί είναι η παραχώρηση χρήσης μέρους τους.
Μια σημαντική τομή θα είναι η αναβαθμισμένη κατοχύρωση της δυνατότητας χρήσης της Προβλήτας Μαραθίου στην Κρήτη και ειδικά του Κρηπιδώματος Κ-14 που επιτρέπει τη φιλοξενία Αεροπλανοφόρων και ενδιαφέρει πάρα πολύ τις ΗΠΑ. Το ζήτημα ήταν εδώ ότι η εγκατάσταση είναι ΝΑΤΟϊκή και αναζητήθηκε η καλύτερη δυνατή φόρμουλα.
Όπως παρατηρούσε το σχετικό ρεπορτάζ του Άγγελου Αθανασόπουλου, ένα από τα προβλήματα ήταν γενικά οι ΗΠΑ προτιμούσαν (και αυτό έχει να κάνει και με τη διευκόλυνση των αμυντικών πιστώσεων από το Κογκρέσο) πιο ευέλικτες περιγραφές και διατυπώσεις που όμως να παραπέμπουν σε ένα είδος «ανεμπόδιστης πρόσβασης» ή και «αποκλειστικής χρήσης» των εγκαταστάσεων, κάτι που δεν ήταν εύκολο να το δεχτεί η ελληνική πλευρά ακριβώς λόγω των περιορισμών που υπάρχουν για τις διάφορες εγκαταστάσεις για τις οποίες γίνεται συζήτηση.
Η κυβέρνηση επιμένει στα οφέλη από τη συμφωνία
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι ανεξαρτήτως των δυσκολιών που υπήρξαν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης της τροποποίησης τα οφέλη ήταν μεγάλα. Ειδικότερα, κυβερνητικοί παράγοντες επιμένουν ότι αποτελείς συμφωνία στρατηγικής αναβάθμισης της χώρας που θωρακίζει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που πλέον θα ασκούνται υπό τις πιο σύγχρονες συνθήκες και με τα πιο σύγχρονα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της συνεκπαίδευσης με αμερικανικές δυνάμεις. Οι εγκαταστάσεις θα αναβαθμιστούν με αμερικανικά έξοδα και αυτό είναι κέρδος για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που θα τις χρησιμοποιούν επίσης, ενώ θα υπάρξει και οικονομικό όφελος για τις τοπικές κοινωνίες από τα έργα υποδομής και την παρουσία του αμερικανικού προσωπικού.
Ειδική μνεία κάνει η κυβέρνηση στο ότι αναβαθμίζεται η στρατηγική σημασία της Αλεξανδρούπολης, ως κόμβου με πλήρως ανεπτυγμένες υποδομές (λιμάνι, αεροδρόμιο, χερσαία οδική και σιδηροδρομική σύνδεση) και ως παρακαμπτήριας των Δαρδανελλίων οδού προς Βουλγαρία και Ρουμανία, ενισχύοντας την ενεργειακή διασύνδεσή της περιοχής(αγωγός TAP, αγωγός IGB, τερματικός σταθμός επεξεργασίας φυσικού αερίου).
Τα ανοιχτά ερωτήματα για την αμερικανή πολιτική
Ωστόσο, την ίδια στιγμή υπάρχουν και ορισμένα ερωτήματα που προκύπτουν από τον ίδιο το χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής μέσα στη συγκυρία.
Σε αντίθεση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου όπου ήταν σαφής η διάκριση και στράτευση σε στρατόπεδα αλλά και σε αντίθεση με την προσπάθεια της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου για ευρύτερες μορφές διακρατικής συνεργασίας έναντι κοινών κινδύνων, τώρα έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Δηλαδή, οι ΗΠΑ δεν έρχονται ως ηγέτιδα δύναμη της Δύσης ή ως τμήμα ενός ευρύτερου συνασπισμού δυνάμεων. Ούτε έχουν να προτείνουν ένα ευρύτερο σχέδιο, έστω με τη μορφή των σχεδίων «συλλογικής ασφάλειας» διατυπώθηκαν μετά το 1980 (και δεν υλοποιήθηκαν).
Έρχονται για να ξεδιπλώσουν στρατηγικές που κυρίως εκπροσωπούν στρατηγικές επιλογές δικές τους και χωρών που συμπαρατάσσονται μαζί τους. Είτε μιλάμε για τη νεοψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, που πλέον παίρνει και χαρακτηριστικά κούρσας εξοπλισμών, είτε για τον εμπορικό πόλεμο και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την Κίνα, είτε, τέλος, για την μονομερή κλιμάκωση της επιθετικότητας έναντι του Ιράν, αναφερόμαστε σε επιλογές που δεν έχουν ευρύτερη συναίνεση της διεθνούς κοινότητας.
Επιπλέον, υπάρχει το ζήτημα ότι αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα, σημαίνει και αναβαθμισμένη εμπλοκή, άμεση και έμμεση, αυτών των εγκαταστάσεων σε πιθανές πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, ακόμη και σε επιχειρήσεις στις οποίες η ελληνική πλευρά δεν θα επιθυμεί συμμετοχή, κάτι που έχει θεωρηθεί ως κίνδυνο έμμεσης εμπλοκής της Ελλάδας σε αυτές τις αντιπαραθέσεις.
Ούτε είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ ολοένα και περισσότερο ζητούν από τους συμμάχους τους άμεση εμπλοκή σε επιχειρήσεις που σχετίζονται με τους δικούς τους σχεδιασμούς, όπως για παράδειγμα η απαίτησή του για ενίσχυση των ναυτικών δυνάμεων στον Περσικό (όπου η Ελλάδα έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να συμμετέχει).
Και βέβαια υπάρχει και το ζήτημα του ένα τελικά θα υπάρξουν και τα όποια οφέλη στα οποία επενδύει η ελληνική κυβέρνηση. Για παράδειγμα, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι τώρα, πέραν φραστικών καταδικών οι ΗΠΑ δεν έχουν δείξει ότι μπορούν (ή επιθυμούν) να ασκήσουν τέτοια πίεση στην Τουρκία που θα ανέκοπτε τη διαρκή επιθετική ρητορική και πρακτική της, ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να έρθουν σε ρήξη με την Τουρκία που εξακολουθούν να τη θεωρούν στρατηγική σύμμαχο.