Ελλάδα – ΗΠΑ: Αναβάθμιση των διμερών σχέσεων σε περιβάλλον αβεβαιότητας
Μόνο μια Ελλάδα που στέκεται στα πόδια της θα αποτρέψει την κλιμάκωση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Οι πολύ καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ εμφανίζονται σήμερα απαλλαγμένες εν πολλοίς από τα βαρίδια του αντιαμερικανισμού στη χώρα μας και ενισχυμένες από την αμερικανική στήριξη στα χρόνια κορύφωσης της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Μάλιστα κατά την τελευταία τριετή περίοδο, με επιταχυνόμενο ρυθμό μετά τις πρόσφατες εκλογές, τα μηνύματα για την Ελλάδα από τις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά θετικά. Οφείλονται σε συνδυασμό παραγόντων. Καταρχήν, λόγω των διεθνών εξελίξεων η ήδη μεγάλη σημασία της Ελλάδας για τις ΗΠΑ έχει αντικειμενικά αναβαθμιστεί. Επίσης, η αναθεωρητική λογική της Τουρκίας αρχίζει να αγγίζει πολλαπλά επίπεδα διαμόρφωσης διεθνών αλληλεξαρτήσεων, αποσταθεροποιώντας παγιωμένες στο δυτικό στρατόπεδο αντιλήψεις για τον ρόλο της Ρωσίας, του Ιράν, της Κίνας και των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Με δυο λόγια, η Τουρκία γίνεται αστάθμητος παράγοντας για τις ΗΠΑ στην περιοχή. Παράλληλα, παρά την οικονομική καχεξία της, η Ρωσία αναπτύσσει συστηματικά επιτυχημένες τακτικές διάνοιξης ρωγμών στο δυτικό στρατόπεδο, προβληματίζοντας την αμερικανική διοίκηση και τεχνοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό, η νέα κινητικότητα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και σημαντική είναι και πολλά υποσχόμενη. Εφόσον, βέβαια, προσεγγιστεί με ακρίβεια, με επίγνωση τόσο των εξαιρετικών προοπτικών αλλά και των ορίων της. Μια τέτοια προσέγγιση πρέπει να δομηθεί σε τρία επίπεδα.
Η τροποποίηση της διμερούς Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement – MDCA) του 1990 είναι το πρώτο. Η επικαιροποιημένη συμφωνία επεκτείνεται να συμπεριλάβει – πέρα από τη Σούδα – τις διμερείς δραστηριότητες στη Λάρισα, το Στεφανοβίκιο και την Αλεξανδρούπολη. Προβλέπει την βελτίωση των υποδομών και υποστηρίζει την αυξημένη συνεργασία με την Ελλάδα, ανοίγοντας το δρόμο σε αυξημένη μεταφορά τεχνογνωσίας και αμερικανική χρηματοδότηση κοινών υποδομών που θα αξιοποιηθούν και από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, όπως στην Αλεξανδρούπολη.
Δεύτερον, υπάρχει το επίπεδο των συνεχιζόμενων διαβουλεύσεων πέρα από την συμφωνία: η αναμενόμενη προσεχώς άφιξη στελεχών από το αμερικανικό υπουργείο άμυνας για συνέχιση των συνομιλιών σε «χαμηλότερο» επίπεδο αναμένεται να συνεισφέρει με ουσιαστικό τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο θα διαφανεί και η γενικότερη αμερικανική στήριξη στο τρίγωνο Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ. Υπάρχει ανάγκη για ευνοϊκούς όρους απόκτησης συστημάτων όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρειαζόμαστε άμεσα αλλά και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα αναβάθμισης του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, κάτι για το οποίο ενδιαφέρεται και η Γαλλία.
Τέλος, υπάρχει το επίπεδο των οικονομικών σχέσεων: η προσδοκώμενη αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων στις οποίες αναφέρθηκαν και οι δυο πλευρές, εάν πραγματοποιηθεί, θα αποτελέσει μοχλό αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας και, βέβαια, θα συμβάλλει στην ανάπτυξη.
Αποτελεί «στρατηγική» αναβάθμιση;
Είναι γεγονός ότι ο ήδη σημαντικός ρόλος της Ελλάδας για το δυτικό σύστημα ασφαλείας αναβαθμίζεται. Όμως σε τι βαθμό; Και με τι συνέπειες από πρακτική άποψη εάν παραστεί ανάγκη αμερικανικής παρέμβασης σε κάποια στρατιωτική κρίση; Μια πραγματικά «στρατηγική» παρέμβαση των ΗΠΑ υπέρ της Ελλάδας εκδηλώθηκε στα χρόνια της κορύφωσης μιας άλλης κρίσης, της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, όταν η κυβέρνηση Ομπάμα ήταν από τους βασικούς παράγοντες που πίεσαν για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Σήμερα, το ερώτημα, εάν οι εξελίξεις των ημερών οδηγούν την ήδη πολύ σημαντική ελληνοαμερικανική συνεργασία σε πραγματικά «στρατηγική» αναβάθμιση θα μπορέσει να απαντηθεί μόνο αφού αποτιμηθούν και τα τρία επίπεδα που αναφέρθηκαν, κάτι που θα χρειαστεί χρόνο και πράξεις.
Όλα δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε αλλά δεν έλαβε κάποιες περισσότερο άμεσες δεσμεύσεις (κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν και για «εγγυήσεις») υπέρ των ελληνικών θέσεων σε περίπτωση κλιμάκωσης του τουρκικού αναθεωρητισμού. Παραμένω, λοιπόν, επιφυλακτικός απέναντι σε απόψεις που βιάζονται να πανηγυρίσουν ότι οι ΗΠΑ «θα προστατεύσουν τις βασικές αξίες της κυριαρχίας ενός κράτους» σε σενάριο τύπου Ιμίων ή ότι «δεν θα επιτρέψουν στην Τουρκία παράνομες γεωτρήσεις», όπως ισχυρίζεται ένας άλλος δημοσιογραφικός τίτλος, παραφράζοντας μια απάντηση του υπουργού Πομπέο σε ερώτηση δημοσιογράφου στη Αθήνα. Η πραγματική απάντηση, ότι οι ΗΠΑ εργάζονται για αν αποφευχθεί η στρατιωτικοποίηση της κρίσης, είναι σημαντική αλλά και (όπως αναμενόταν) συγκρατημένη. Άλλωστε, ο αμερικανός υπουργός κατέστησε σαφές ότι η αμυντική συμφωνία των ΗΠΑ με την Ελλάδα δεν σχετίζεται με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις: αφορά τις δύο χώρες που την υπέγραψαν.
Μια αβεβαιότητα που θα ενταθεί το 2020
Είναι προφανές ότι η αμερικανική κυβέρνηση πασχίζει να κρατήσει την Τουρκία στο ΝΑΤΟ, κάτι που μέχρι σήμερα μετριάζει τις αντιδράσεις της απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, παρά την διαμόρφωση έντονου αντιτουρκικού κλίματος στο Κογκρέσο. Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας παραμένουν ρευστές και σε μετάβαση, ενώ πιθανή κλιμάκωση στη Συρία το αμέσως επόμενο διάστημα θα οδηγήσει σε νέες ισορροπίες. Η Ουάσιγκτον έχει δίκιο όταν υπενθυμίζει (όπως έκανε χθες ο κ. Πομπέο) ότι θα πρέπει και η ΕΕ να ενεργοποιηθεί περισσότερο.Αντ’ αυτού, έχουμε φτάσει σήμερα στην ΕΕ να συζητάμε αύξηση της οικονομικής βοήθειας προς την Άγκυρα για το μεταναστευτικό – προσφυγικό, με τους όρους που επιθυμεί η Τουρκία. Με άλλα λόγια, τα κονδύλια να παραχωρούνται άμεσα στην κυβέρνηση, σε μια χρονική στιγμή που ο Ερντογάν δηλώνει δημόσια ότι θα χρησιμοποιήσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από Συρία για επιστροφή όχι στα σπίτια τους, αλλά σε ζώνη εγκατάστασης που κρίνει η Τουρκία απαραίτητη ως «μαξιλάρι» ασφαλείας, με γνώμονα πάντα την εξουδετέρωση της κουρδικής παρουσίας και δραστηριότητας.
Από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου σαφές ότι από πλευράς αμερικανικής κυβέρνησης υπάρχουν και σοβαρά κίνητρα για ενεργητική συμβολή στην αποκλιμάκωση και την αποφυγή σύγκρουσης.
Πρώτα, το αυτονόητο:μια σύγκρουση στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα ενίσχυε τον ρόλο της Ρωσίας και θα αναδείκνυε τις ρωγμές της Συμμαχίας σε μια κρίσιμη φάση της μετεξέλιξης της.
Δεύτερο, υπάρχει το ζήτημα της εύθραυστης διεθνούς οικονομίας που θα επηρεαζόταν αρνητικά από μια περιφερειακή σύγκρουση τέτοιας μορφής.
Τέλος, η μακρά προεκλογική περίοδος στις ΗΠΑ αλλά και οι δύσκολες εσωτερικές ισορροπίες στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ενόψει των διαδικασιών ενδεχόμενης παραπομπής του προέδρου Τραμπ συνιστούν αποφυγή νέων εστιών ανάφλεξης.
Μια αναβάθμιση σημαντική πέρα από τα ελληνοτουρκικά
Εν κατακλείδι, θα είναι λάθος να δούμε την αναβάθμιση των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της υπαρκτής τουρκικής απειλής. Η στενότερη στρατιωτική και αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ και οι αυξανόμενες ευκαιρίες για αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα συνθέτουν ένα εξαιρετικά ελκυστικό πακέτο σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη αναζητά τη διεθνή φωνή της, η Ρωσία φλερτάρει με το καθεστώς Ερντογάν ενώ η θεμελιώδης αλλά και εντεινόμενη δυναμική της σύγκρουσης Ιράν – Σαουδικής Αραβίας κινδυνεύει να δυναμιτίσει την Μέση Ανατολή.
Παράλληλα, όπως επισημαίνω πάντα, θα είναι κρίσιμο λάθος να αμελήσουμε την αποτρεπτική ικανότητα της Ελλάδας σε όλες τις διαστάσεις της, βασιζόμενοι σε κάποια φαντασιακή «εγγύηση» από τρίτους. Η σημερινή συγκυρία είναι παράθυρο ευκαιρίας για περαιτέρω σύσφιξη των διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ, μιας χώρας που υπήρξε και παραμένει βασικός σύμμαχος. Όμως δεν υφίσταται λόγος εφησυχασμού ούτε δικαιολογία αποφυγής χάραξης και σχεδιασμού εθνικής στρατηγικής. Μόνο μια Ελλάδα που στέκεται στα πόδια της θα αποτρέψει την κλιμάκωση του τουρκικού αναθεωρητισμού.