Από τη συνδιαχείριση στη συνεκμετάλλευση;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Ήταν στα μέσα Οκτωβρίου του 2017, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Α. Τσίπρας έφθανε μπροστά από την πύλη του Λευκού Οίκου, όπου τον περίμενε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ.

Ακολούθησε η καθιερωμένη φωτογραφία, η σύντομη επίσημη δήλωση μπροστά στις κάμερες, το δείπνο εργασίας και οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού και του Αμερικανού Προέδρου στον Κήπο των Ρόδων.

Τα θέματα που συζητήθηκαν είχαν να κάνουν με τις μεγάλες δυνατότητες που έχει η Ελλάδα στον τομέα των επενδύσεων, ειδικά στο πεδίο της ενέργειας και ειδικότερα στα κοιτάσματα στα ανοικτά της νότιας Κρήτης, και στην αμυντική συνεργασία των δύο χωρών, κυρίως δε με την επέκταση της συμφωνίας για τη χρήση της αμερικανικής ναυτικής βάσης στη Σούδα αλλά και την αναβάθμιση των ελληνικών αεροσκαφών F-16.

Αυτά τουλάχιστον έγραφαν τα διεθνή μέσα, υπογραμμίζοντας ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε πολύ καλό κλίμα.

Κανείς τότε, ή ακόμη και σήμερα, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υποστηρίξει, ότι ανάμεσα στα θέματα που συζητήθηκαν, δεν ήταν και η εντατικοποίηση του διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων.

Δύο μήνες αργότερα όμως, στα μέσα Δεκεμβρίου του 2017, στη συνάντηση του Μ. Νίμιτς με τους διαπραγματευτές των δύο χωρών, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ είχε εκφράσει την αισιοδοξία ότι «…εντός του 2018 μπορεί να βρεθεί λύση στο ζήτημα της ονομασίας» και ανήγγειλε την εντατικοποίηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Μόλις έναν μήνα αργότερα, στις 17 Ιανουαρίου 2018 στη Νέα Υόρκη, και αφού είχε προηγηθεί μία μυστική συνάντηση μεταξύ των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών Ν. Κοτζιά και Ν. Δημητρωφ στη Θεσσαλονίκη, ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ μετά τη συνάντηση με τους διαπραγματευτές των δύο χωρών, πρέσβεις Α. Βασιλάκη και Β. Ναουμόφσκι, έβγαινε από αυτή δηλώνοντας πολύ αισιόδοξος, εκτιμώντας μάλιστα πως το ζήτημα μπορεί να λυθεί εντός των προσεχών έξι μηνών.

Πέντε μόλις μήνες αργότερα, και αφού είχαν μεσολαβήσει αλλεπάλληλες συναντήσεις και επικοινωνίες μεταξύ των υπουργών εξωτερικών, αλλά και των πρωθυπουργών, των δύο χωρών, στις 17 Ιουνίου 2018 στο χωριό Ψαράδες της Φλώρινας, υπογράφηκε η Συμφωνία των Πρεσπών.

Μια συμφωνία η οποία -το λιγότερο- επέβαλε τη «συνδιαχείριση» του ονόματος (και της Ιστορίας και του Πολιτισμού; ) της «Μακεδονίας», και από της δύο χώρες.

Στα τέλη πια του 2019, με άλλη πλέον κυβέρνηση στην Ελλάδα, αυτή της Νέας Δημοκρατίας, είναι ήδη προγραμματισμένη η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, στις 7 Ιανουαρίου, για τη συνάντησή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τράμπ, με την ατζέντα των συζητήσεων να επικεντρώνεται, όπως έχει ανακοινωθεί, σε θέματα που άπτονται των διμερών σχέσεων και της οικονομίας.

Χωρίς τίποτε από τα παραπάνω να μπορεί να ερμηνευθεί απόλυτα ως ένα «κακό προηγούμενο», θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ένα από τα «ισχυρά» επιχειρήματα της κυβέρνησης Τσίπρα, όσον αφορά την αναγκαιότητα της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό της αυξανόμενης επιρροής της Τουρκίας στην γειτονική χώρα.

Μία φοβική δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, προσέγγιση, που δε λάμβανε όμως καθόλου υπόψιν της την ιδεολογική-θρησκευτική επιρροή, ταυτόχρονα με την οικονομική διείσδυση, της Τουρκίας, τόσο στον μουσουλμανικό πληθυσμό της γειτονικής χώρας, όσο και στην προσέλκυση-επιρροή στο σημαντικό μειονοτικό στοιχείο του αλβανικής καταγωγής πληθυσμού της, μέσω των άριστων σχέσεων μεταξύ Αλβανίας-Τουρκίας.

Μία φοβική προσέγγιση που, αν ισχύει κι εάν τυχόν κυριαρχεί ακόμη στις σχέσεις μας με την Τουρκία, ίσως μας οδηγήσει και σε άλλες υποχωρήσεις, όπως η συνεκμετάλλευση των ορυκτών πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Ελλάδας.

Όπως γράφει και ο δημοσιογράφος Σ. Λυγερός σε άρθρο του τον περασμένο Ιούλιο, «…μετά την δήλωση Ν. Κοτζιά τον Μάρτιο στο Φόρουμ των Δελφών περί «μοναχοφάηδων», την δήλωση, στη συνέχεια, του διαδόχου του στο υπουργείο Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλου για τα δικαιώματα της Τουρκίας, η οποία είχε κινηθεί σε παρεμφερές μήκος κύματος, είχαμε (και) την αμφίσημη δήλωση του (νυν υπουργού Εξωτερικών) Ν. Δένδια στο Blooberg, ο οποίος αναφερόμενος στη δυνατότητες ελληνοτουρκικής συνεργασίας, είπε ότι υπάρχουν χιλιάδες συνέργειες από τον τουρισμό έως την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Τρεις δηλώσεις που μυρίζουν συνεκμετάλλευση».

Κανείς σήμερα, δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα, πως την δυσμενέστατη, κατά την γνώμη μου, εθνική υποχώρηση του 2018, θα ακολουθήσει άλλη μία εντός του 2020.

Αυτό που μπορεί όμως να κάνει, είναι με κάθε ευκαιρία και με κάθε ειρηνικό τρόπο, να διατρανώνει την εθνική ομοψυχία που επιβάλλεται να μας διακρίνει, τις καθοριστικές για το μέλλον της χώρας αυτές ημέρες.