Ο μεγάλος και εξαιρετικά δημοφιλής κωμικός ηθοποιός Κώστας Βουτσάς, δεν είναι πια μαζί μας. Άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα σε ηλικία 88 ετών, στη ΜΕΘ του νοσοκομείου Αττικόν όπου νοσηλευόταν το τελευταίο χρονικό διάστημα, με λοίμωξη του αναπνευστικού και πνευμονικό οίδημα.
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον Βύρωνα, στις 31 Δεκεμβρίου 1931, αλλά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα έζησε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του ήταν από τη Θράκη και το οικογενειακό επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια (βουτσιά). Ο πατέρας του, Απόστολος, ήταν μέλος του ΚΚΕ και ο μικρός τότε Κώστας έζησε από πρώτο χέρι τις διώξεις, τον βασανισμό και τον εκτοπισμό του από τη Θεσσαλονίκη όταν αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Την περίοδο της Κατοχής, στα μαθητικά του χρόνια ο Κώστας Βουτσάς ήταν Αετόπουλο, ενώ παράλληλα έκανε δουλειές του δρόμου για να βοηθήσει και την οικογένειά του.
Στη Θεσσαλονίκη σπούδασε στη Δραματική Σχολή Τριανταφυλλίδη «Μακεδονικό Ωδείο» της Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε το 1952. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην σκηνή ήταν το 1953 στο «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης» με το έργο «Άνθος του Γιαλού». Την ίδια χρονιά έκανε και την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», ως κομπάρσος. Στην Αθήνα ήλθε για μόνιμη εγκατάσταση το 1958 ύστερα από προτροπή της πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου Καλής Καλό και μαζί της εμφανίστηκε στην επιθεώρηση «Πάρε Κόσμε» στο θέατρο «Περοκέ» (1958) και συνέχιζε τα επόμενα χρόνια τη συμμετοχή του σε παραστάσεις επιθεώρησης και κωμωδίες. Την περίοδο 1964-72 είναι συνθιασάρχης με μεγάλα ονόματα της κωμωδίας, ενώ από το 1972 και μετά συγκροτεί δικούς του θιάσους.
Στον κινηματογράφο συνέχισε τις εμφανίσεις παίζοντας αρχικά σε δεύτερους ρόλους, όπως στις ταινίες «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961) κ.ά. Ξεχώρισε το 1961 στην ταινία του Γ. Δαλιανίδη «Ο Κατήφορος» και από την επόμενη χρονιά αρχίζουν οι πρώτοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε κωμωδίες, ανάμεσά τους: «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Ενα κορίτσι για δύο» (1963), «Κάτι να καίει» (1964), «Οι κληρονόμοι» (1964), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Ραντεβού στον αέρα» (1965), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Νύχτα γάμου» (1967), «Γαμπρός απ’ το Λονδίνο» (1967). Η παρουσία του στον κινηματογράφο ήταν αδιάκοπη όλες τις επόμενες δεκαετίες μέχρι και τη δεκαετία του 2010 που εμφανίζεται ως ένας γλυκύτατος παππούς, να μας χαρίζει γέλιο και τρυφερότητα.
Τη δεκαετία του ’80 συμμετέχει επίσης σε πολλές βιντεοταινίες, ενώ από το 1973 και μετά εμφανίζεται και σε δεκάδες τηλεοπτικές σειρές.
Αεικίνητος και ευρηματικός, χάριζε πάντα γέλιο και γοήτευε το κοινό και τους γύρω του. Ατάκες του όπως το «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» ή το δικό του εύρημα «φσσστ μπόινγκ», πέρασαν κι επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά.
Έκανε τέσσερις γάμους και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ορθοβάδιζε μέχρι το τέλος στη ζωή και στο θέατρο, όπου φέτος έπαιζε στην παιδική παράσταση «Σταχτοπούτα» του Charles Perrault στην παιδική σκηνή του θεάτρου Broadway.
«Ψηφίζω ΚΚΕ γιατί είναι το μόνο κόμμα που λέει αλήθειες, αλλά και γιατί ο λαός μας θα ησυχάσει μόνο με την εξουσία που προτείνει το ΚΚΕ», είχε δηλώσει στον «Ριζοσπάστη» στις τελευταίες εκλογές του 2019. Κι αυτή του τη στήριξη την εξέφραζε απλόχερα σε κάθε εκλογική μάχη προς το Κόμμα μας. Δεν δήλωνε ο ίδιος κομμουνιστής γιατί όπως έλεγε «για να γίνεις, θέλει πολλή δουλειά, θέλει κότσια», έβλεπε όμως πάντα στο ΚΚΕ τη δύναμη και το δίκιο του λαού, γι’ αυτό και δεν έλειψε ποτέ από το πλευρό του Κόμματος: «Δεν είμαι κομμουνιστής με την ουσιαστική έννοια του όρου, γιατί για να είναι κανείς κομμουνιστής χρειάζεται μεγάλη αφοσίωση, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από την πρώτη φορά μέχρι τώρα με περηφάνια ψηφίζω ΚΚΕ».