«Ανακοίνωση για το Σχέδιο Νόμου_ Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις ».
Η Κυβέρνηση-πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας προσπαθεί να δημιουργήσει εικονική πραγματικότητα και περιφρονεί στοιχειώδεις κανόνες θεσμικού διαλόγου
Μέσα σε συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης, και κατ΄ οίκον περιορισμού η κυβέρνηση αποφάσισε να φέρει προς ψήφιση σημαντικότατο πολυνομοσχέδιο που βάλλει κατά του Δημόσιου Σχολείου. Έχει αποφασίσει να νομοθετήσει για μείζονα ζητήματα της εκπαίδευσης για τα οποία το εκπαιδευτικό κίνημα έδωσε μεγάλες μάχες κατά το πρόσφατο παρελθόν καταφέρνοντας να αναχαιτίσει την εφαρμογή τους. Μάχες που στόχευαν στην υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και τη διασφάλιση παροχής ισότιμης εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες της πατρίδας μας.
Η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. επέλεξε την απόλυτα ακατάλληλη συγκυρία για να προχωρήσει σε μια αντιδημοκρατική μεθόδευση. Η επίκληση στη δημόσια διαβούλευση είναι προσχηματική αφού το κείμενο έχει ήδη παρουσιαστεί και εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο.
Αυτή η ενέργεια συνιστά σχήμα οξύμωρο, καθώς η ανακοίνωση του «πολυνομοσχεδίου» από το Υ.ΠΑΙ.Θ. έρχεται να πυροδοτήσει το κλίμα συναίνεσης το οποίο επιζήτησε η κυβέρνηση και στο οποίο συνομολόγησε όλη η εκπαιδευτική κοινότητα και η κοινωνία προκειμένου να ξεπεραστεί αυτή η υγειονομική κρίση. Ενώ το Υ.ΠΑΙ.Θ. χαιρετίζει την προσπάθεια των εκπαιδευτικών που στήριξαν και στηρίζουν, αποτελεσματικά, τους μαθητές στην «αχαρτογράφητη» εξ αποστάσεως εκπαίδευση, την ίδια στιγμή εμπαίζει την εκπαιδευτική κοινότητα επιβάλλοντας μονομερείς αποφάσεις με απαράδεκτο τρόπο καθώς γνωρίζει ότι οι «έκτακτες συνθήκες» έχουν «παγώσει» δημοκρατικά δικαιώματα και στερούν το δικαίωμα της συλλογικής αντίδρασης. Ταυτόχρονα, μέσα από επικοινωνιακές φιέστες, υπερφίαλα οικειοποιείται τα επιτεύγματα των εκπαιδευτικών και της ελληνικής οικογένειας στις «ψηφιακές τάξεις» και στην «εξ αποστάσεως εκπαίδευση».
Ήδη η ομοσπονδία μας, η Δ.Ο.Ε. , έχει ήδη ζητήσει και από τις υπερκείμενες διεθνείς εκπαιδευτικές οργανώσεις Education International και E.T.U.C.E. να παρέμβουν προς την ελληνική κυβέρνηση ώστε να τερματιστεί ο αντιδημοκρατικός κατήφορος.
Το παρόν πολυνομοσχέδιο επιχειρεί να «ρυθμίσει» με τον πλέον επώδυνο κοινωνικά τρόπο ουσιώδης θέματα της εκπαίδευσης. Η ανισότητα είναι νόμος της φύσης, είχε αναφέρει ο Πρωθυπουργός σε μια προηγούμενη δήλωσή του και με το παρόν Πολυνομοσχέδιο επιχειρείται ακόμη περισσότερο η θεσμοποίηση και παγιοποίηση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Η αξιολόγηση των σχολείων παρουσιάζεται ως εργαλείο αναβάθμισης της ποιότητας της εκπαίδευσης. Προπαγανδίζεται μάλιστα με φανατισμό από δημοσιογράφους στα διάφορα κανάλια, συκοφαντώντας τους εκπ/κούς. Στην πραγματικότητα, όμως, γνωρίζουμε ότι η εκπαίδευση των παιδιών είναι ένα από τα πιο σύνθετα ζητήματα όπου παράγοντες οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, συναισθηματικοί, εκπαιδευτικοί (αναλυτικά προγράμματα, δαπάνες για την παιδεία, εκπαίδευση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών) κτλ παρεμβαίνουν και διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Η εκπαίδευση του ατόμου δεν είναι το προϊόν της δράσης ενός σχολείου ή ενός ατόμου.
Υποδεικνύοντας ως υπεύθυνο τον/την εκπ/κό και το σχολείο για την ποιότητα της εκπ/σης, το κράτος αποσείει από επάνω του τις ευθύνες για μια καλή εκπ/ση. Η ύπαρξη συστημάτων εξωτερικής αξιολόγησης έχει οδηγήσει σε σχολεία διαφορετικών ταχυτήτων όπου έχει εφαρμοστεί. Σε ‘’καλά- ακριβά σχολεία’’ για τους λίγους και σε ΄΄φτωχά σχολεία’’ για τους πολλούς. Σε απαλλαγή του κράτους από την υποχρέωσή του να διασφαλίσει το δικαίωμα της εκπαίδευσης και την απελευθέρωση χώρου για δράση διαφόρων παραγόντων οι οποίοι με όρους αγοράς μετατρέπουν την εκπ/ση από δικαίωμα σε εμπόρευμα. Άλλωστε, μπορούν να αναλογιστούν οι παλιότεροι, πόσο συνεισέφερε η ύπαρξη του επιθεωρητή στην ποιότητα της εκπ/σης.
Στόχος της κυβέρνησης δεν είναι η αναβάθμιση των εκπαίδευσης, όπως διατείνεται τιτλοφορώντας το παρόν Πολυνομοσχέδιο, καθώς οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις της προς το αντίθετο αποτέλεσμα οδηγούν. Μόλις το Γενάρη με νόμο της παρούσας κυβέρνησης οι απόφοιτοι μεταδευτεροβάθμιων σχολών μπορούν να διορίζονται ως δάσκαλοι και δασκάλες στα σχολεία όταν δόθηκαν αγώνες για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση των εκπ/κων. Αλλά και στο παρόν νομοσχέδιο για ποια αναβάθμιση μιλάει το υπουργείο όταν αυξάνει τον αριθμών των παιδιών ανά τμήμα από 22 σε 26, δημιουργώντας πληθωριστικά τμήματα;
Ταυτόχρονα απαγορεύεται η ύπαρξη τμημάτων λιγότερα των 20 μαθητών στα7/θέσια Σχολεία και πάνω. Έτσι, πολλά παιδιά δεν θα πάνε στο σχολείο της γειτονιάς τους και θα υπάρξει μείωση του αριθμού των τμημάτων, κάτι που συνεπάγεται λιγότερες προσλήψεις εκπαιδευτικών, μετακινήσεις, μετατάξεις και απολύσεις.
Με το Νομοσχέδιο επιδιώκεται, επίσης, να αλλάξει η ίδια τη φιλοσοφία του νηπιαγωγείου δίνοντάς του χαρακτηριστικά Γυμνασίου με την εκτεταμένη εισαγωγή ξεχωριστών διδακτικών αντικειμένων, για παιδιά 4-5 χρονών αγνοώντας τα αναλυτικά προγράμματα της διαθεματικότητας και ολιστικής γνώσης.
Αλλά και οι ρυθμίσεις που αφορούν στις υπόλοιπες βαθμίδες εκπ/σης, όπως η αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων και η τράπεζα θεμάτων, μετατρέπουν το Γυμνάσιο και το Λύκειο σε ένα απέραντο εξεταστικό κέντρο και αυξάνουν τη σχολική αποτυχία και διαρροή.
Μες στο σχολείο συρρικνώνεται η λειτουργία των συλλογικών οργάνων όπως του Συλλόγου Διδασκόντων και ενισχύεται δυσανάλογα ο ρόλος των μονοπρόσωπων οργάνων όπως του Δ/ντή και του Συντονιστή. Μια έντονη ιεραρχικοποίηση του εκπ/κού δυναμικού με τους εκπ/κούς στη βάση της ιεραρχικής πυραμίδας και το Διευθυντή- Αξιολογητή στην κορυφή.
Η επιλογή του υπουργείου να φέρει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στη συγκεκριμένη συγκυρία, βάλλει κατά της εκπ/σης, κατά των εκπ/κων και της κοινωνίας.
Καταγγέλλουμε την πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. για τις αντιδημοκρατικές της μεθοδεύσεις και την καλούμε, για τελευταία φορά, να επανεξετάσει τη στάση της και να μην προχωρήσει στην ψήφιση του νομοσχεδίου. Θα συναντήσει απέναντί της τη δυναμική αντίδραση του κόσμου της εκπαίδευσης που αυτή τη στιγμή δίνει τον αγώνα να κρατήσει όρθιο το δημόσιο σχολείο σε καιρό πανδημίας.