H λίρα καταρρέει, η Τουρκία παραπαίει και ο Ερντογάν αντιμέτωπος με μεγάλα διλήμματα

Παρότι η Τουρκία δείχνει να απέφυγε τα χειρότερα σε σχέση με την πανδημία, τα πράγματα δείχνουν να είναι πολύ πιο δύσκολα σε σχέση με την οικονομίαΗ τουρκική κυβέρνηση έχει αρχίσει ήδη να πανηγυρίζει για την αντιμετώπιση της πανδημίας και να υποστηρίζει ότι τα κατάφερε καλά.

Από μια άποψη οι αριθμοί δείχνουν να τη δικαιώνουν. Η Τουρκία δείχνει να έχει χαμηλό αριθμό θυμάτων σε σχέση με τον πληθυσμό της και σχετικά χαμηλή θνησιμότητα ως προς τα επιβεβαιωμένα κρούσματα, τουλάχιστον με βάση τα επίσημα ανακοινωμένα στοιχεία. Και αυτό παρότι υπήρχε μεγάλος φόβος εξαιτίας του πραγματικού συνωστισμού ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη και επειδή η κυβέρνηση ταλαντεύτηκε να πάρει μέτρα.

Διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτό. Η Τουρκία έχει έναν πληθυσμό σχετικά νεαρό, με μικρότερη αναλογία ηλικιωμένων σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη, ενώ πάλι σε αντίθεση με αρκετές ευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό των ηλικιωμένων σε γηροκομεία είναι σχετικά χαμηλό, καθώς οι περισσότερες τουρκικές οικογένειες παραδοσιακά φροντίζουν οι ίδιες για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.

Επιπλέον, η Τουρκία έχει ένα αναπτυγμένο σύστημα υγείας, με καλή αναλογία κλινών ΜΕΘ ως προς τον πληθυσμό, αν και ένα σημαντικό μέρος του συστήματος υγείας ανήκει στον ιδιωτικό τομέα που απολαμβάνει σημαντικά οφέλη όταν το κράτος ζητά τις υπηρεσίες του, όπως συμβαίνει και τώρα.

Γι’ αυτό το λόγο και στην Τουρκία έχει ανοίξει η συζήτηση για τους όρους μερικής επανεκκίνησης, κάτι που επιτείνεται και από τις μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις που έχει η πανδημία στην τουρκική οικονομία, η οποία είδε να έχει τη μεγαλύτερη υποχώρηση από το 2008, με διάφορους κλάδους να πλήττονται σημαντικά ξεκινώντας από αυτόν του τουρισμού, όπου απασχολούνται σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι ή το 6% του εργατικού δυναμικού.

 

Η κατάρρευση της τουρκικής λίρας

Όμως, τα μεγαλύτερα προβλήματα αυτή τη στιγμή η τουρκική κυβέρνηση και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα αντιμετωπίζει σε σχέση με τη μεγάλη υποχώρηση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος.

Η υποχώρηση της ισοτιμίας αντανακλά προβλήματα στην τουρκική οικονομία που δεν ξεκίνησαν τώρα. Εδώ και χρόνια υπήρχαν προειδοποιήσεις για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Και αυτό γιατί παρά τον υπαρκτό κοινωνικό και δημογραφικό δυναμισμό της, η τουρκική οικονομία είχε διάφορα προβληματικά στοιχεία: αυξημένο ιδιωτικό δανεισμό, μεγάλη έμφαση στην ιδιωτική κατανάλωση, μεγάλη έμφαση σε τομείς που ενίοτε αποκτούν χαρακτηριστικά φούσκας όπως είναι τα μεγάλα project στο χώρο του real estate, σταδιακή αύξηση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια και φυσικά αρνητικό επικαθορισμό για τις διαρκείς γεωπολιτικές εμπλοκές του Ερντογάν.

Σε όλα αυτά μετά το 2017 προστέθηκε και μια άλλη παράμετρος που ήταν η σταδιακή απόσυρση επενδυτών από τις αναδυόμενες αγορές προς πιο σίγουρα καταφύγια στις μητροπολιτικές δυνάμεις.

Όλα αυτά συμπυκνώθηκαν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική λίρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία βλέπει το εθνικό της νόμισμα να δέχεται επίθεση. Ανάλογη επίθεση είχε υπάρξει και το 2018, αν και τότε φάνηκε ότι μπορούσε να ανταπεξέλθει.

Η παράμετρος που κάνει ιδιαίτερα ανησυχητική την προοπτική κατάρρευσης της τουρκικής λίρας είναι το χρέος. Όσο υποχωρεί η ισοτιμία της λίρας, τόσο αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης του τουρκικού εξωτερικού χρέους, ιδίως του σημαντικού ιδιωτικού χρέους. Αυτό πιέζει ιδιαίτερα τις τουρκικές τράπεζες που έχουν βραχυπρόθεσμο χρέος  σε ξένο συνάλλαγμα ύψους 79 δισεκατομμυρίων δολαρίων που πρέπει να αποπληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021.

Επιπλέον, το τουρκικό νόμισμα δέχεται πιέσεις και από την οικονομική πολιτική του Ερντογάν, ο οποίος σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την τουρκική οικονομία, μέσα από ενίσχυση του δανεισμού των επιχειρήσεων, οδήγησε την κεντρική τράπεζα στο να χαμηλώσει τα επιτόκιά της, τα οποία τα είχε αυξήσει την προηγούμενη χρονιά για να ενισχύσει το εθνικό νόμισμα.

Πάντως εν μέσω παγκόσμιας ύφεση οι επενδυτές δεν δείχνουν να έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στην τουρκική οικονομία. Ήδη επενδυτές ξεφορτώθηκαν 8 δισεκατομμύρια δολάρια σε τουρκικές μετοχές και ομόλογα.

 

Η Τουρκία τα βάζει με τις ξένες τράπεζες

Με την τουρκική λίρα να σπάει την Πέμπτη 7 Μαΐου το ψυχολογικό όριο των 7 λιρών ανά δολάριο (κάποια στιγμή κινείτο έως και τις 7,27 λίρες ανά δολάριο), η τουρκική κυβέρνηση τα έβαλε με τις ξένες τράπεζες.

Έτσι η εποπτική αρχή του τουρκικού τραπεζικού συστήματος απαγόρευσε στις τουρκικές τράπεζες να κάνουν συναλλαγές συναλλάγματος με τις ξένες τράπεζες UBS, Citibank aκαι BNP Paribas.

Αυτό συνδυάστηκε και με μια ρητορική από τα επίσημα τουρκικά μέσα ότι η υποχώρηση της ισοτιμίας της λίρας είναι αποτέλεσμα ενορχηστρωμένης επίθεσης από μη επονομαζόμενες τράπεζες με έδρα το Λονδίνο.

 

Η εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και ο φόβος επιστροφής του ΔΝΤ

Η προσπάθεια για την υπεράσπιση της τουρκικής λίρας από την τουρκική κεντρική τράπεζα έχει οδηγήσει σε μια εξάντληση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Για τη ακρίβεια πολλοί εκτιμούν ότι αυτά έχουν εξαντληθεί, εφόσον αυτά που αναφέρονται είναι συνάλλαγμα που η κεντρική τράπεζα έχει δανειστεί από τις ιδιωτικές τράπεζες.

Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει μια διέξοδος για τις χώρες και αυτή είναι το ΔΝΤ. Άλλωστε, η συνδρομή του στην αποφυγή τέτοιων κρίσεων υποτίθεται ότι είναι και ένας από τους σκοπούς για τους οποίους εξαρχής συγκροτήθηκε.

Όμως, για την κυβέρνηση Ερντογάν το ΔΝΤ είναι έξω από κάθε συζήτηση και γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν έστησε το πολιτικό αφήγημα με τον οποίο κυριαρχεί εδώ και πολλά χρόνια στην τουρκική πολιτική ζωή και πάνω στο ότι ήταν ο πρωθυπουργός που έβγαλε την Τουρκία από τα προγράμματα του ΔΝΤ και εξασφάλισε ότι δεν θα ξαναμπεί.

 

Οι ΗΠΑ και το ερώτημα S-400

Η Τουρκία έχει απευθυνθεί και στις ΗΠΑ. Και αυτά γιατί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η FED έχει τη δυνατότητα να προσφέρει swap με τα οποία μπορεί να διευκολύνει χώρες που βρίσκονται σε μια δύσκολη θέση όπως η Τουρκία. Το έχει ήδη κάνει με χώρες όπως π.χ. το Μεξικό, η Βραζιλία και η Νορβηγία.

Άλλωστε, πέρσι η Τουρκία έκανε χρήση τέτοιων swap, 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων με το Κατάρ και ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων με την Κίνα.

Όμως, οι ΗΠΑ βάζουν και συγκεκριμένους όρους προς την Τουρκία για να μπορέσουν να τη διευκολύνουν και αυτοί αφορούν κυρία το ζήτημα με τους S-400. Και είναι αλήθεια πως το τελευταίο διάστημα η Τουρκία προσπαθεί να κινηθεί πάνω σε μια πάρα πολύ λεπτή ισορροπία πάνω στο θέμα. Από τη μια έχει ήδη παραλάβει μεγάλο μέρος τους. Από την άλλη δεν έχει προχωρήσει ακόμη στην πλήρη εγκατάσταση και λειτουργία τους, ενώ διαρκώς επαναλαμβάνει ότι και όταν καταστούν επιχειρησιακές οι συστοιχίες, η Ρωσία δεν θα έχει καμία σχέση με τη λειτουργία τους.

Αυτό, άλλωστε αποτυπώνει τη διπλή προσπάθεια αποφυγής της ρήξης τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία που μέχρι τώρα έχει εγγυηθεί διάφορες κρίσιμες ισορροπίες στη Συρία.

 

Η αντιπολίτευση σφυροκοπά

Η τουρκική αντιπολίτευση δεν έχει χάσει την ευκαιρία να χτυπήσει τον Ερντογάν για τα προβλήματα στην οικονομία. Μάλιστα, ο πρώην υπουργός και αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων Ερντογάν, Αλί Μπαμπατζάν, που σήμερα ηγείται του νέου κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου που διεκδικεί τον ίδιο πολιτικό χώρο με το κυβερνών AKP, έκανε ιδιαίτερα σκληρές δηλώσεις για την κατάσταση της οικονομίας, προειδοποιώντας για ενδεχόμενο πτώχευσης της τουρκικής οικονομίας.

 

Τα ανοιχτά ερωτήματα για την εξωτερική πολιτική

Το ερώτημα είναι ποιον αντίκτυπο θα έχουν όλα αυτά και στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.

Καταρχάς υπάρχουν τα ανοιχτά ερωτήματα για την επόμενη μέρα στη Συρία, κυρίως ως προς το σε ποιο βαθμό θα μπορέσει η Τουρκία να συνεχίσει απλώς να προσπαθεί να διατηρήσει μια ισχυρή στρατιωτική παρουσία, που περιλαμβάνει και την προσπάθειά της για μερική έστω δημογραφική αλλαγή των περιοχών κοντά στα σύνορά της, ιδίως όσο θα αυξάνει η πίεση για μια πολιτική ενοποίηση της Συρίας.

Έπειτα υπάρχουν ερωτήματα για το πώς θα μπορέσει η Τουρκία να επιμείνει στα σχέδιά της για εξορύξεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε ένα τοπίο όπου όχι μόνο συναντά την αντίθεση άλλων χωρών της περιοχής, που δεν περιλαμβάνουν μόνο την Ελλάδα αλλά και χώρες με ιδιαίτερη ισχύ όπως η Αίγυπτος, αλλά και την απροθυμία των μεγάλων πολυεθνικών της ενέργειας να προχωρήσουν σε σχέδια νέων εξορύξεων σε ένα τοπίο παγκόσμιας ύφεσης, μεγάλης υποχώρησης της ζήτησης για ενέργειας και κατάρρευσης της τιμής του πετρελαίου.

Τέλος, υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα σε σχέση με το προσφυγικό. Η σχετική χαλάρωση των μέτρων περιορισμού είναι πιθανό να οδηγήσει σε νέες προσπάθειες προσφύγων και μεταναστών να περάσουν προς την Ευρώπη, όπως τουλάχιστον αναφέρει σχετική έκθεση της Frontex και αυτό γεννά το εύλογο ερώτημα εάν θα υπάρξει και αυτή τη φορά μια προσπάθεια «εργαλειοποίησης» του προσφυγικού ζητήματος.

Πάντως η επιμονή στη ρητορική των «γκρίζων ζωνών» για το Αιγαίο παραπέμπει σε μια γνώριμη και από το παρελθόν τακτική εξαγωγής των εσωτερικών αντιφάσεων ως εξωτερικών εντάσεων.