ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΒΗΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ
Αφιέρωμα στη Δήμητρα Κατάκη
του Θανάση Μουσόπουλου
Οι δυνατοί και οι περισσότεροι συνήθως επιθυμούν να σβήσουν τους λιγότερους και τους – όπως νομίζουν – πιο αδύνατους, από τον χάρτη. Αναφέρομαι στους λεγόμενους Πομάκους. Κάθε φορά που μιλούμε για μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, κάποιοι επιθυμούν να μονοπωλήσουν τον όρο μουσουλμάνοι, παρόλο που ξέρουμε ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι πολλών προελεύσεων.
Στο κείμενό μου αυτό, αφιέρωμα στη Δήμητρα Κατάκη, επιθυμώ να αναφέρω ένα σημαντικό βιβλίο της ίδιας που παρουσιάζει παραμύθια των πομάκων, όπως τα κατέγραψε στην ευρύτερη περιοχή της Σμίνθης, και στη συλλογή της που εκδόθηκε το 1997, παρατίθεται εκτός από το ελληνικό κείμενο και η απόδοση στα πομακικά από τον Ριτβάν Καραχότζα. Ένα από τα 21 παραμύθια (σε απόσπασμα) θα δούμε στη συνέχεια στα ελληνικά και πομακικά. Κατόπιν θα παραθέσω μερικά γενικά δικά μου σχόλια.
H γιαγιά που γύριζε στο σπίτι αργά
Σ’ ένα χωριό στο βουνό ζούσε μια φορά και έναν καιρό ένας παππούς με τη γριά του. Η γιαγιά είχε ένα κακό συνήθειο: γύριζε στο σπίτι αργά το βράδυ και έκανε τον παππού να θυμώνει.
Μια μέρα λοιπόν που η γιαγιά το ’παρακάνει σηκώθηκε ο παππούς κι αρχίνησε να ρωτάει στη γειτονιά μη και την είδαν, μα πουθενά δεν ήξεραν να του πουν τίποτα.
Έτσι την άλλη μέρα μη έχοντας πια τι άλλο να κάνει κρύφτηκε ο παππούς και την παραφύλαξε κι είδε που μπήκε στο σπίτι μιας γειτόνισσας. Μια και δυο πάει κι αυτός το κατόπι της και χτυπάει την πόρτα της γειτόνισσας. «Καλησπέρα, γειτόνισσα, μήπως φάνηκε από ’δω η γριά μου;», ρώτησε μόλις του άνοιξαν. «Όχι, γείτονα, έχουμε μέρες να τη δούμε», απάντησε η γειτόνισσα, που έκρυβε τη γριά […].
ΖΖΑΝΑ ΜΠΑΜΠΑ ΣΟ ΓΙΕ ΒΡΑΣΣΤΑΛΑ ΓΚΕΤΣΣ ΝΑ ΚΟΣΣΤΟΝΟ
Ζζιβάλ γιε μπίρβακιτ μπίρζεμαν αντίν σταρ τσσουλάκ σας ζζανόνο μου φαφ ανό σέλο να μπαρτσσίνονο. Ζζανάνα γιε ιμάλα ανόκ παράτικα χούε: βράσσταλα σι σο γιε γκετςς ναχ κόσστονο ι ναγκάνταλα γιε τσσουλάκανε ντα σο φκίσναβα.
Ανόκ ντένε γκο γιε ζζανάνα φαζλά στόριλα ι τσσουλάκον γιε τόρναλ ντα πίτα πα μαχαλόνο ντα γιε σο βίντεβαλι νάϊντε, αλά σο νίκουτρι νε ζνάλι νίκανα.
Ι κανά ντα πράβι τσσουλάκον φαφ ντρούγκανεκ ντένε σο χόντι σκρίβα, πρεγκλάβα γιε ι βίντεβα γιε ντα βλίζα φαφ κόσστονο ανόι κομσσούικοι. Χα μπρε, ντο μπρε χόντι ι τόι πασλέτ τίγιε, ουντρίβα κομσσούικοινε να βρατάνα: «Σελαμαλεϊκουμ, κομσσούικο. Ντα σι νε βίντεβαλα μότο ζζόνο πα ιτούζι;», παπίταλ γιε αγκά μου γιε ατβόριλα βρατάνα. «Νε, κομσσούινου, ίμα μπαγιά ντένε ντα γιε σομ βίντεβαλα», αντβόρναλα μου γιε κομσσούικανα, πακ το γιε τια κρίλα ζζανόνο μου ου ταχ […].
*
Με τους Πομάκους και τον πολιτισμό τους ασχολήθηκα σε αρκετά κείμενα και δημοσιεύσεις μου. Παραθέτω ένα πίνακα και κάποια κείμενά μου σχετικά με την εκπαίδευση και τον πολιτισμό των Πομάκων.
1995
Πομάκοι, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ροδόπης, με το δικό τους πρόσωπο – άρθρο
1995
Πομάκοι, Οι Θρακιώτες Μουσουλμάνοι (Πολιτιστική Αλλοίωση-Αφανής Γενοκτονία), ομιλία, περιλαμβάνεται στον τόμο Πρακτικά Συνεδρίου «Ο βίαιος εξισλαμισμός και εκτουρκισμός των λαών της Μ. Ασίας και της Κύπρου από τους Τούρκους» , Θεσσαλονίκη : Αφοί Κυριακίδη
1997
Πολιτιστική συγκρότηση = Πολιτιστική συγκράτηση, άρθρο. Αναφέρομαι σε Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Νεοπρόσφυγες.
Παραθέτω την § 4 που αναφέρεται στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό.
«Στο υποχρεωτικό για όλους εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να μαθαίνουν όλοι τέλεια την κοινή γλώσσα – την ελληνική, και επίσης τέλεια τη μητρική τους. Να μαθαίνουν την κοινή ιστορία και πολιτισμό της περιοχής, της Θράκης, αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων ομάδων. Ο κάτοικος στους Θράκης πρέπει να γνωρίζει το ‘δικό’ του και τα ‘άλλα’, που τον περιβάλλουν».
2006 (21 Φεβρουαρίου)
Το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης σε συνεργασία με το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης οργάνωσε Ημερίδα με θέμα «Η τριγλωσσία στη μειονοτική εκπαίδευση και τα μαθησιακά προβλήματα των Πομάκων μαθητών», όπου εκπαιδευτικοί μίλησαν για την εκπαίδευση από τη δική τους κυρίως εμπειρία. Στην παραπάνω ημερίδα μετά τις εισηγήσεις υπήρχε πλούσια συζήτηση, παραθέτω σχετικά απόσπασμα της παρέμβασής μου: «Ας το πουν καθαρά όσοι το πιστεύουν ότι η μητρική γλώσσα πρέπει να ξεριζωθεί για να μπουν τα παιδιά στην πρώτη δημοτικού, στο νηπιαγωγείο με μια άλλη μητρική γλώσσα, η οποία θα είναι και η γλώσσα του σχολείου. Όσο υπάρχει, όμως, μια άλλη μητρική γλώσσα δεν μπορούμε να δουλεύουμε σε δύο κυρίους».
2009
Μιλώντας το 2009 στην πρώτη δημόσια εκδήλωση του Πανελλήνιου Συλλόγου Πομάκων στην Κομοτηνή με θέμα «Ο αμφισβητούμενος κάτοικος των Βαλκανίων», αναφέρθηκα σε σχετικά προβλήματα. Βασική θέση μου αποτελεί πως είναι ανάγκη να μελετηθεί η πομακική γλώσσα και πολιτισμός από τους ίδιους τους Πομάκους.
Τα παιδιά της μειονότητας όπως και όλα τα ελληνόπουλα είναι χρέος της ελληνικής πολιτείας να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι ανεξάρτητο από τις διεθνείς συμβάσεις, για την παιδεία των παιδιών της μειονότητας. Στους τόπους που υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα πρέπει να υπάρχουν δύο ειδών σχολεία : α) ελληνικά σχολεία προσχολικής, υποχρεωτικής (δημοτικό – γυμνάσιο) και λυκειακής εκπαίδευσης (γενικής και επαγγελματικής), β) μειονοτικά σχολεία – σύμφωνα με τις συμβάσεις – στα ελληνικά και στη μειονοτική γλώσσα που επιλέγουν οι κάτοικοι. Επειδή όμως η μειονότητα δεν είναι γλωσσικά ενιαία, όπου χρειάζεται, θα υπάρχει εκπαιδευτική δομή «φροντιστηρίου» για τη μειονοτική γλώσσα που δε διδάσκεται στο σχολείο. Ούτως ή άλλως η μητρική γλώσσα πρέπει να γίνεται αντικείμενο σπουδής. Βασικός στόχος είναι να μάθουν την ελληνική γλώσσα, από τη στιγμή που τα παιδιά ζουν στην Ελλάδα.
*
Τα παραμύθια, τα τραγούδια, οι χοροί, οι φορεσιές των κατοίκων της ορεινής Ροδόπης μας επιτρέπουν – αν θέλετε μας επιβάλλουν – να μην μπορούμε να τους σβήσουμε από τον Χάρτη. Να σεβόμαστε τη γλώσσα τους, σε όσους τη θεωρούν μητρική.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
Μεταφράσεις ποίησης στα πομακικά
από τον Σεμπαϊδήν Καραχότζα
Ο Σεμπαϊδήν Καραχότζα γεννήθηκε το 1979 στο Προσήλιο του Νομού Ξάνθης. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Προσήλιο και το Γυμνάσιο στη Σμίνθη. Στην Ξάνθη τελείωσε το 3ο Γενικό Λύκειο. Το 1997 συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά δεν κατόρθωσε να τις ολοκληρώσει, λόγω προβλημάτων υγείας. Από το 2006 και για τρία χρόνια ήταν ο εκδότης της δίγλωσσης (ελληνικά- πομακικά) εφημερίδας «Natpresh» – H ανεξάρτητη φωνή των Πομάκων». Eργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Τόλμη» και στον τηλεοπτικό σταθμό «Κανάλι 6» της Ξάνθης, στο οποίο για πρώτη φορά ξεκίνησε να παρουσιάζει καθημερινά Δελτίο Ειδήσεων στην πομακική. Τα δελτία ειδήσεων στην πομακική είναι προσιτά και στο διαδίκτυο στη διεύθυνση http://www.youtube.com/user/kanali6. Έχει συνεργαστεί επίσης με διάφορα δημοσιογραφικά έντυπα και έχει λάβει μέρος σε πολλά συνέδρια και ημερίδες σε όλη την Ελλάδα.
Ο Σ. Καραχότζα είναι ο συγγραφέας των βιβλίων: Η καθημερινή γλώσσα των Πομάκων της περιοχής Μύκης, Ξάνθη, 2006, εκδ. Σπανίδη, Έτσι ζουν οι Πομάκοι – Isîy zhïvót Pomátsise, Ξάνθη 2007.
Το νέο του βιβλίο «Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα» είναι ανθολογία ποιημάτων με μετάφραση στα πομακικά των παρακάτω ποιητών: Ρήγας Βελεστινλής, Ανδρέας Κάλβος, Διονύσιος Σολωμός, Λορέντζος Μαβίλης, Γεώργιος Βιζυηνός, Κωστής Παλαμάς, Χάρης Σακελλαρίου, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Στέλιος Σπεράντζας, Γεώργιος Αθάνας, Μιχαήλ Στασινόπουλος, Κ.Π.Καβάφης, Κ.Γ.Καρυωτάκης, Γιώργος Σεφέρης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Τίτος Πατρίκιος, Ελένη Βακαλό, Χ. Καλιαμπέτσου-Ευτυχίδου, Τάσος Λειβαδίτης, Λύντια Στεφάνου, Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου, Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Πομάκοι, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ροδόπης με το δικό τους πρόσωπο, άρθρο 1995
Μουσόπουλος Θ. , «Πομάκοι, Οι Θρακιώτες Μουσουλμάνοι (Πολιτιστική Αλλοίωση-Αφανής Γενοκτονία»), στον τόμο Πρακτικά Συνεδρίου «Ο βίαιος εξισλαμισμός και εκτουρκισμός των λαών της Μ. Ασίας και της Κύπρου από τους Τούρκους» , Θεσσαλονίκη : Αφοί Κυριακίδη 1995.
Το 2014 ο Θανάσης Μουσόπουλος δημοσίευσε μια εργασια με τίτλο «Άραγε θέλουμε μορφωμένη μουσουλμανική μειονότητα;»
Το 2006 (στις 22 Φεβρουαρίου) το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης σε συνεργασία με το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης οργάνωσε Ημερίδα με θέμα «Η τριγλωσσία στη μειονοτική εκπαίδευση και τα μαθησιακά προβλήματα των Πομάκων μαθητών», όπου εκπαιδευτικοί μίλησαν για την εκπαίδευση από τη δική τους κυρίως εμπειρία. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους κυκλοφόρησαν σε βιβλίο τα Πρακτικά της Ημερίδας, απ’ όπου παίρνουμε κάποια στοιχεία.
Οι εισηγητές / εισηγήτριες της ημερίδας κατέθεσαν με ειλικρίνεια και σαφήνεια τις θέσεις τους, που γενικά συνέτειναν στην πεποίθηση για την αναγκαιότητα διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας. Παράλληλα όμως έθεταν και κάποια επιμέρους προβλήματα, όπως η ανάγκη κατάλληλης επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών (Π. Δήμου) και εξασφάλιση περισσότερου χρόνου διδασκαλίας (Δ. Κατάκη).
Στην παραπάνω ημερίδα μετά τις εισηγήσεις υπήρχε πλούσια συζήτηση, στην οποία πήρα μέρος, με παρέμβαση που επικεντρώθηκε σε δύο σημεία. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα της παρέμβασής μου. Για το πρώτο σημείο : «Όσον αφορά τα αρχαία και τα νέα ελληνικά θα ήθελα να μιλήσω για μια μορφή διγλωσσίας, παρόλο που είναι ψευδής διγλωσσία. Το πρόβλημα είναι να μάθουμε πρώτα τα νέα ελληνικά και μετά τα αρχαία ή ταυτοχρόνως. Η επιστήμη έχει καταλήξει και ο Ι.Θ.Κακριδής και όλοι αυτοί που ήτανε κλασικοί και (ας το πούμε) αρχαιολάτρες, έλεγαν ότι αν τα παιδιά δε μάθουν το συντακτικό και τη γραμματική της μητρικής γλώσσας, δηλαδή της νεοελληνικής, είναι περιττό (να ξεκινήσουμε τα αρχαία) – και γι’ αυτό διαφωνώ με πάρα πολλά πράγματα από αυτά που γίνονται τα τελευταία χρόνια με την αρχαιομανία στο γυμνάσιο· είναι αδύνατο τα παιδιά να μάθουν ταυτοχρόνως τα δύο αν δεν κατέχουν το ένα. Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα. Ας το πουν καθαρά όσοι το πιστεύουν ότι η μητρική γλώσσα πρέπει να ξεριζωθεί για να μπουν τα παιδιά στην πρώτη δημοτικού, στο νηπιαγωγείο με μια άλλη μητρική γλώσσα, η οποία θα είναι και η γλώσσα του σχολείου. Όσο υπάρχει, όμως, μια άλλη μητρική γλώσσα δεν μπορούμε να δουλεύουμε σε δύο κυρίους».
Όσον αφορά τη γλωσσομάθεια των μαθητών της μειονότητας, με βάση την προσωπική μου εμπειρία, σημείωσα : «Χρειάζεται να έχουν την αίσθηση της αφηρημένης σκέψης και της γλώσσας. Δηλαδή να διαβάσουνε παιδιά δεκαοχτώ χρονών ένα κείμενο δέκα σειρών και να σου πουν σε τρεις σειρές τι λέει. Μπορούν να μεταφράζουν λέξη λέξη αλλά δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Και δε μιλώ μόνο για τα πομακόφωνα παιδιά. Οι διαπιστώσεις μου είναι ότι και τα τουρκόφωνα δεν έχουν πολλές φορές αυτή τη δυνατότητα για αφηρημένη σκέψη».
Από τις σκέψεις μου που διατύπωσα το 2006 στην Ημερίδα για την Τριγλωσσία, φάνηκαν οι βασικές μου θέσεις. Πιστεύω ότι η μητρική γλώσσα είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αποτελεί τη βάση για τη στοιχειώδη εκπαίδευση του παιδιού. Προβληματίζομαι στο αν μια γλώσσα ή ‘γλώσσα’ που δεν έχει εξελιχθεί σε γραπτή και λογοτεχνική μπορεί να εκπληρώνει πλήρως το ρόλο της ως οργάνου εκπαίδευσης και, στη συνέχεια, παιδείας. Το θέμα αυτό αναφέρεται στην πομακική και στη ρομανές.
Και σε άλλη περίπτωση, μιλώντας το 2009 στην πρώτη δημόσια εκδήλωση του Πανελλήνιου Συλλόγου Πομάκων στην Κομοτηνή με θέμα «Ο αμφισβητούμενος κάτοικος των Βαλκανίων», αναφέρθηκα σε σχετικά προβλήματα. Βασική θέση μου αποτελεί πως είναι ανάγκη να μελετηθεί η πομακική γλώσσα και πολιτισμός από τους ίδιους τους Πομάκους. Όλοι οφείλουν να συμβάλλουν στην πολιτισμική και κοινωνική ανύψωση όλων των μειονοτικών ομάδων της Θράκης, χωρίς καμιά προσπάθεια χειραγώγησης πολιτιστικής ή πολιτικής.
Οι ομάδες των μουσουλμάνων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακρίνονται σε ανώτερες και κατώτερες, ούτε πρέπει τα κριτήρια για την όποια αναφορά μας σ’ αυτές να είναι αριθμητικά, αλλά μόνο ανθρωπιστικά. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις, οι θέσεις και οι λύσεις στα όποια προβλήματα είναι απαραίτητο να κυριαρχούνται κατεξοχήν από σεβασμό του προσώπου – ανεξάρτητα από χαρακτηριστικά επίκτητα / συγκυριών και σκοπιμοτήτων.
Τα παιδιά της μειονότητας όπως και όλα τα ελληνόπουλα είναι χρέος της ελληνικής πολιτείας να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι ανεξάρτητο από τις διεθνείς συμβάσεις, για την παιδεία των παιδιών της μειονότητας. Στους τόπους που υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα πρέπει να υπάρχουν δύο ειδών σχολεία : α) ελληνικά σχολεία προσχολικής, υποχρεωτικής (δημοτικό – γυμνάσιο) και λυκειακής εκπαίδευσης (γενικής και επαγγελματικής), β) μειονοτικά σχολεία – σύμφωνα με τις συμβάσεις – στα ελληνικά και στη μειονοτική γλώσσα που επιλέγουν οι κάτοικοι. Επειδή όμως η μειονότητα δεν είναι γλωσσικά ενιαία, όπου χρειάζεται, θα υπάρχει εκπαιδευτική δομή «φροντιστηρίου» για τη μειονοτική γλώσσα που δε διδάσκεται στο σχολείο. Ούτως ή άλλως η μητρική γλώσσα πρέπει να γίνεται αντικείμενο σπουδής. Βασικός στόχος είναι να μάθουν την ελληνική γλώσσα, από τη στιγμή που τα παιδιά ζουν στην Ελλάδα.
Το Νοέμβριο του 1997 δημοσίευσα το άρθρο «Πολιτιστική συγκρότηση = Πολιτιστική συγκράτηση». Αναφέρομαι σε Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Νεοπρόσφυγες.
Παραθέτω την § 4 που αναφέρεται στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό.
«Στο υποχρεωτικό για όλους εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να μαθαίνουν όλοι τέλεια την κοινή γλώσσα – την ελληνική, και επίσης τέλεια τη μητρική τους. Να μαθαίνουν την κοινή ιστορία και πολιτισμό της περιοχής, της Θράκης, αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων ομάδων. Ο κάτοικος στους Θράκης πρέπει να γνωρίζει το ‘δικό’ του και τα ‘άλλα’, που τον περιβάλλουν. Φορείς του πολιτισμού και της ιστορίας είναι οι άνθρωποι. Για να τους γνωρίσω και να τους αγαπήσω, οφείλω να γνωρίσω τι κουβαλά ο καθένας. Αυτό οφείλει να μου το προσφέρει η υποχρεωτική εκπαίδευση. Πάντοτε μιλούσαμε για την ανάγκη να εισαχθεί η τοπική ιστορία και ο πολιτισμός στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Να προσθέσω ότι στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εκτός των πολλών άλλων που πρέπει να γίνουν, πρέπει για διδάσκοντες και διδασκόμενους να εισαχθεί ως μάθημα η γνώση της περιοχής. (Αυτό, βέβαια, οφείλουμε να προσφέρουμε και στους υπαλλήλους του κράτους και στους στρατιώτες που υπηρετούν στη Θράκη)».
Παναγιώτης Κριμπάς: “Η ποιητική συνάντηση της Ελληνικής με την Πομακική”
(Το κείμενο εκφωνήθηκε από τον Παναγιώτη Γ. Κριμπά, Αναπληρωτή Καθηγητή στο ΔΠΘ,
για την παρουσίαση του εν λόγω βιβλίου του Σεμπαϊδήν Καραχότζα
στη Στοά του Βιβλίου, Αθήνα, 18 Μαΐου 2017)
Η ποιητική συνάντηση της Ελληνικής με την Πομακική:
Σκέψεις με αφορμή το έργο του Σεμπαϊδήν Καραχότζα με τίτλο
«Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα»
(Ξάνθη: Πολιτιστικός Σύλλογος Πομάκων Ν. Ξάνθης, 2017)
Καλησπέρα σας και σας ευχαριστούμε που είστε εδώ παρά τις καιρικές και κοινωνικές αντιξοότητες. Η παρουσία σας μας τιμά ιδιαιτέρως.
Με ξεχωριστή χαρά αναφέρομαι στο βιβλίο του Έλληνα Πομάκου και δραστήριου δημοσιογράφου Σεμπαϊδήν Καραχότζα με τίτλο «Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα», το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα εδώ. Το ενδιαφέρον αυτό έργο εκδόθηκε φέτος (2017) από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Ν. Ξάνθης και περιέχει μεταφρασμένη ποίηση είκοσι επτά (27) σημαντικών Ελλήνων ποιητών, καθώς και ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από το περίφημο θεατρικό έργο «Άμλετ» του W. Shakespeare.
Αρκετοί, όταν τους ενημέρωσα για την αποψινή εκδήλωση, μου έκαναν ερωτήσεις όπως: «Μα υπάρχει πομακική γλώσσα;», «Τι είναι η πομακική γλώσσα;», «Μα οι Πομάκοι δεν μιλάνε Βουλγάρικα;», «Άλλο Πομάκοι κι άλλο Τούρκοι;», «Δηλαδή, για τι πράγμα μιλάει το βιβλίο;» κ.ά. Ενώ, όμως, στην Ελλάδα, ιδίως στο Νότο, επικρατεί ασάφεια ή άγνοια σχετικά με τους Πομάκους, γειτονικές χώρες αρνούνται εντελώς την ύπαρξή τους! Έτσι, οι Βούλγαροι θεωρούν την Πομακική βουλγάρικη διάλεκτο, ενώ οι Τούρκοι φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι η Πομακική… «δεν υπάρχει». Αυτή η πρακτική εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού του Ελληνισμού από την άσκηση των δικαιωμάτων του, όπως επισημαίνει σε πρόσφατο συλλογικό έργο ο εκλεκτός συνάδελφος Άγγελος Συρίγος (2016: 260), ο οποίος θα σας μιλήσει στη συνέχεια.
Στο πρωτοποριακό του εγχειρίδιο Úchem soPomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας, ο Ν. Κόκκας (2004: 6) αναφέρει ότι η Πομακική «έχει ενσωματώσει στοιχεία τόσο από τις σλαβικές γλώσσες όσο και από την τουρκική και την ελληνική […]» (Κόκκας 2004: 6). Αν και πράγματι στην Πομακική συνυπάρχουν αυτά τα τρία συστατικά, ο ποσοτικός και ποιοτικός συσχετισμός τους μπορεί να περιγραφεί ακριβέστερα ως εξής: η Πομακική είναι μια σλαβική γλώσσα που έχει ενσωματώσει πολυάριθμα λεξικά και ελάχιστα φωνολογικά στοιχεία από την Τουρκική, καθώς και πολυάριθμα λεξικά και δομικά (γραμματική / συντακτικό) στοιχεία από την Ελληνική. Γλωσσογενετικά, η Πομακική ανήκει στην ανατολική ποικιλία της νοτιοσλαβικής ομάδας του σλαβικού υποκλάδου του βαλτοσλαβικού κλάδου των ΙΕ γλωσσών (Κωνσταντινίδης 2007: 33· Θεοχαρίδης 1995: 83 εξ.). Ταυτόχρονα, όπως και οι λοιπές ανατολικές νοτιοσλαβικές γλώσσες (Βουλγαρική, Σλαβομακεδονική), είναι μέλος της Βαλκανικής Ζώνης Γλωσσικής Επαφής (στην οποία ανήκουν και η Αλβανική, η Ρουμανική, η Ελληνική και, εν μέρει, η Σερβική / Κροατική / Μαυροβουνιακή / Βοσνιακή) (Κριμπάς 2007).
Η Πομακική Γλώσσα, επομένως, όχι απλώς υπάρχει, αλλά και χρησιμοποιήθηκε, στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, ως γλώσσα – στόχος για τη μετάφραση ελληνόγλωσσης και αγγλόγλωσσης ποίησης.
Η λογοτεχνική – και ιδίως η ποιητική – μετάφραση αποτελεί κρίσιμο πεδίο για τη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης,κυρίως διότι: α) υπενθυμίζει πόσο θολά είναι τα όρια μεταξύ τέχνης, τεχνικής και επιστήμης (πβ. Μπατσαλιά και Σελλά-Μάζη 1994: 36)· και β) αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε προσπάθεια οικοδόμησης μιας μεταφραστικής θεωρίας με καθολική ισχύ (πβ. de Beaugrande 1978: 135). Ωστόσο, είναι εμφανές από τη σχετική βιβλιογραφία (ενδ. Venuti 2011, Allén 1999, Barnstone 1993, Βαγενάς 1989, Honig 1985) ότι η μετάφραση λογοτεχνικών – τόσο πεζών, όσο και ποιητικών – έργων όχι μόνο είναι εφικτή τις περισσότερες φορές, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε αναλύσεις εξαιρετικά χρήσιμες για την άντληση θεωρητικών και πρακτικών διδαγμάτων, αφού στη λογοτεχνία η γλωσσική ικανότητα και η γλωσσική χρήση βιώνουν ακραίες εμπειρίες (πβ. Venuti 2011: 127-128). Τέτοιες αναλύσεις αποβαίνουν ιδιαιτέρως χρήσιμες και για τη διδακτική της ίδιας της ποίησης, καθότι η συζήτηση επί συγκεκριμένων μεταφραστικών επιλογών και/ή δυνατοτήτων συμβάλλει στο να τεθούν ζητήματα που αφορούν ποικίλα χαρακτηριστικά δεδομένου ποιήματος, ποιητή ή ποιητικής σχολής (πβ. Culler 2010: 92, 97 και ολόκληρο).
Τι θα είχε κανείς να πει, ωστόσο, για τις συγκεκριμένες μεταφράσεις του Σ. Καραχότζα; Θα σας μιλήσω γι’ αυτές μέσα από μια μικρή περιπλάνηση σε θεωρητικές πτυχές της ποιητικής μεταφρασεολογίας.
Από τα πλέον σαφή δυνητικά κριτήρια για την αξιολόγηση μεταφράσεων ποίησης που έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα στο χώρο της ελληνόγλωσσης μεταφρασεολογίας είναι εκείνα που έχει προτείνει ο D. Connolly (1997: 44-45). Συγκεκριμένα:
- Κατά πόσον λειτουργεί η μετάφραση σε όλα τα επίπεδα με τον ίδιο τρόπο όπως και το πρωτότυπο και εάν περιέχει εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο ποιητή στη γλώσσα του. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, είναι τουλάχιστον η μετάφραση συνεπής με τους διατυπωμένους στόχους του μεταφραστή;
- Όπου υπάρχει σημαντική σημασιολογική, υφολογική ή πραγματολογική απώλεια στη μετάφραση, είναι αυτή αναπόφευκτη ή οφείλεται στην έλλειψη ικανοτήτων εκ μέρους του μεταφραστή; […].
- Μπορεί η μετάφραση να ‘σταθεί’ ως ποίημα στη γλώσσα-στόχο ή τουλάχιστον να λειτουργεί σαν ένα δείγμα δημιουργικής γραφής από μόνη της; Αυτό δεν ισοδυναμεί με την απαίτηση να φαίνεται η μετάφραση σαν να είχε γραφτεί εξαρχής στη γλώσσα-στόχο. […]
- Είναι το ποιητικό ιδίωμα που έχει επιλέξει ο μεταφραστής το κατάλληλο σχήμα για να αποδώσει αυτό το συγκεκριμένο είδος ποίησης στη γλώσσα-στόχο;
- Άξιζε τον κόπο να μεταφραστεί (άξιον εστί το τίμημα;); Η αξιολόγηση από αυτή την άποψη πρέπει να γίνει αφ’ ενός σε σχέση με την ενδεχόμενη σπουδαιότητα και επιρροή (αν υπάρχει) του έργου στη γλώσσα και τη λογοτεχνία της πολιτιστικής παράδοσης της γλώσσας-στόχου και αφ’ ετέρου σε σχέση με τη σπουδαιότητα του ποιητή, του έργου του και της δικής του πολιτιστικής παράδοσης. […] (Connolly1997: 44-45)
Τα ως άνω κριτήρια συνοψίζουν με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο τις διαδικασίες που συνεπάγεται η μετάφραση ποίησης, απεικονίζουν δε με γλαφυρό τρόπο τα ποικίλα και ασυμβίβαστα μεταξύ τους προτάγματα στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται σωρευτικά ο μεταφραστής ποίησης, καταλήγοντας αναγκαστικά, τις περισσότερες φορές, στο να υποβαθμίσει ή ακόμα και να αγνοήσει τουλάχιστον ένα από αυτά. Εντέλει, η όλη διαδικασία της μετάφρασης ποίησης φαντάζει συχνά ως μια διαρκής απόπειρα επίτευξης εξισορροπητικής ισοδυναμίας (Κριμπάς 2005: 51-52) μεταξύ κειμένου-πηγής και κειμένου-στόχου.
Ασφαλώς, όταν αξιολογεί κανείς ποιητικά μεταφράσματα, θα πρέπει να έχει υπόψη του, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) ότι η αντιπαραβολή και η ανάλυση κειμένου-πηγής και κειμένου-στόχου εντάσσεται σε μια ακολουθία από ενέργειες, όπου
«Η γνώση της ξένης γλώσσας είναι απαραίτητη σ’ ένα δεύτερο στάδιο, όταν, αφού διαπιστώσουμε πως μια μετάφραση είναι καλή, θέλουμε να δούμε πόσο καλή είναι, να μετρήσουμε δηλαδή το βαθμό της πιστότητάς της» (Βαγενάς 1989: 26).
Εξυπακούεται ότι, με τον όρο «πιστότητα», ο Βαγενάς δεν αναφέρεται στην κατά λέξη ή κατά σημασία μετάφραση, αλλά στη συνολική «πιστότητά» της προς το πρωτότυπο (πβ. Mounin 2002[1994]: 63-82), δηλαδή «πιστότητα» στο σημασιολογικό, το υφολογικό και το πραγματολογικό επίπεδο (Connolly1997: 18-24)· β) ότι η μετάφραση αποτελεί «προϋπόθεση διαλόγου με άλλους πολιτισμούς» (Berman 1984: 287), ακόμη και στο πλαίσιο της πολιτισμικής πολυμορφίας ενός και του αυτού έθνους· γ) ότι η ανάλυση μεταφρασμένων ποιημάτων προάγει τη μελέτη της ποίησης (Culler2010: 92, 97 και ολόκληρο).
Αρκεί να εξετάσει κανείς τα μεταφράσματα του Σ. Καραχότζα σε αναφορά με τα ως άνω κριτήρια του D. Connolly, για να καταλάβει ότι ο μεταφραστής ανταποκρίθηκε επάξια στο δύσκολο μεταφραστικό του έργο –και μάλιστα προς μια μειονοτική γλώσσα στόχο η οποία δεν μετρά πολλά χρόνια γραπτής παράδοσης ή μεταφραστικού συγχρωτισμού με άλλες σύγχρονες, τυποποιημένες ευρωπαϊκές γλώσσες, ούτε με τον ευρύτερο πολιτισμό τον οποίο εκφράζουν αυτές. Εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι αυτή η πρώτη, ηρωική μεταφραστική προσπάθεια[1] τείνει να ακολουθεί όσο πιο πιστά μπορεί το κείμενο-πηγή ως προς το σημασιολογικό περιεχόμενο και όχι ως προς την ποιητική φόρμα, «θυσιάζοντας» αναγκαστικά, εξ ανωτέρας βίας, κάποια χαρακτηριστικά ύφους και φόρμας των ελληνικών ποιημάτων. Μελλοντικές προσπάθειες μετάφρασης έμμετρων και ομοιοκαταληκτικών ποιημάτων στην Πομακική ίσως κατορθώσουν και το εκ πρώτης όψεως ακατόρθωτο: τη μίμηση της φόρμας ή τη δημιουργία νέας ποιητικής φόρμας.
Μερικά ενδιαφέροντα, από μεταφρασεολογική σκοπιά,αποσπάσματα από τα μεταφρασμένα ποιήματα του βιβλίου είναι τα εξής:
(Από το ποίημα Θούριος, Ρήγας Βελεστινλής)
Κάλλιο ’ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή
Po húbbe adín sahát serbésh zhïvót
Pará kïrk godínï izmetkâre i zagradénï.
Εδώ βλέπουμε το νεοελληνικό σύνδεσμο «παρά» ως άμεσο δάνειο στην Πομακική, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο.
(Από το ποίημα Εις Σάμον, Ανδρέας Κάλβος)
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον. και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κι επνίγη
θαλασσωμένος.
Serbezlíkon dáde ’Ikaru krilá
(i meselâsa ye mífko i na has stánava).
I akú ye pánnal zhîyen ye krilâl
I akú so ye udávil
Faf denízene
Εδώ ο μεταφραστής αναφέρει ρητά τη λέξη Serbezlíkon (= η ελευθερία), για να αποκαταστήσει την ανακατανομή των ποιητικών εννοιών την οποία επιχειρεί στην προηγούμενη στροφή (βλ. σελ. 10 του βιβλίου). Επίσης, αποδίδει αναλυτικότερα την εντός παρενθέσεως πρόταση του β΄ στίχου της συγκεκριμένης στροφής, περιφράζει δε υποχρεωτικά για να αποδώσει το «θαλασσωμένος», που αποτελεί γλωσσοπλασία του Α. Κάλβου. Η Πομακική δεν έχει «ανοιχτεί» ποιητικά (ακόμη) σε βαθμό που να «τολμά» τέτοιες γλωσσοπλασίες. Η αρχαΐζουσα γλώσσα του κειμένου-στόχου είναι μια υφολογική ποικιλία που απουσιάζει στην Πομακική (όπως και στις περισσότερες γλώσσες), δεδομένου ότι αποτελεί μια ιστορικοκοινωνική ιδιομορφία της Ελληνικής. Συνεπώς, ο μεταφραστής δεν μπορούσε, όσο κι αν το επιθυμούσε, να την αποδώσει.
(Από το ποίημα Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Διονύσιος Σολωμός)
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Ad húbavïne kókalï
Yunánkïne iskárana
Kákta naprésh stánata golâma
Drágo mi ye da zhîvom serbésh.
Εδώ βλέπουμε το νεοελληνικό ουσιαστικό «κόκ[κ]αλα» ως άμεσο δάνειο στην Πομακική, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο. Επίσης, βλέπουμε τη διείσδυση του μουσουλμανικού πολιτισμού στη γλώσσα, αφού και το εθνωνύμιο «Έλληνες» αποδίδεται ως Yunánkïne (= των Ελλήνων). Αξίζει, πάντως, να επιχειρηθεί και μια έμμετρη και ομοιοκαταληκτική απόδοση του Εθνικού μας Ύμνου στην Πομακική –νομίζω ότι ο Σ. Καραχότζα έχει τη δυνατότητα να το πράξει στο μέλλον.
(Από το ποίημα Λήθη, Λορέντζος Μαβίλης)
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
Στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση.
Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
Α στάξει γι’ αυτές όθε αγαπάνε.
Faf isók saháte dushîne zagáret i hódet
Na studénïne vríse da zabarávet
’Ala ye matná vadána she pacherné
Akú kápne za täh at kadé nagálet.
Και σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε το νεοελληνικό ουσιαστικό «βρύση» ως άμεσο δάνειο στην Πομακική, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο. Ενδιαφέρον έχει και το ότι ο νεοελληνικός σύνδεσμος «μα» (< ιταλ. ma) αποδίδεται με τον νεοελληνικής προέλευσης σύνδεσμο ’Ala (<αλλά). Στο κείμενο-πηγή έχουμε μια καθαρή δημώδη νεοελληνική ποικιλία (επτανησιακή), η οποία προσφέρεται θαυμάσια για μετάφραση σε δημώδεις γλώσσες όπως η Πομακική.
(Από το ποίημα Συμβουλή προς νέαν κόρην, Γεώργιος Βιζυηνός)
Βαθιά, βαθιά είναι φοβερή,
Είναι σκοτεινή, είναι κρύα!
Παίζει μ’ ανθρώπων σκελετά,
Κι έχ’ ένα καρχαρία
Σε κάθε μια σπηλιά της.
Glibók, glibók ye, straslíf
Mráchen ye, studén ye!
Igró sas insántskï kókalye
I íma annók karharía
Faf sâkva péshtura.
Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε το νεοελληνικό ουσιαστικό «σκελετά» να αποδίδεται στην Πομακική με ένα άλλο άμεσο νεοελληνικό δάνειο (kókalye), γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο. Δεδομένου, επίσης, ότι στις περιοχές των Πομάκων είναι άγνωστοι οι καρχαρίες, το ουσιαστικό «καρχαρίας» δεν μεταφράστηκε, αλλά υιοθετήθηκε αυτούσιο ως άμεσο δάνειο – όπως η Ελληνική έχει υιοθετήσει αυτούσια π.χ. τη λέξη πιράνχας (αν και με εσφαλμένη προφορά) για να δηλώσει ένα ψάρι άγνωστο στον ελληνικό κόσμο. Ο άμεσος δανεισμός (Κακριδή – Φερράρι 2001: 203) δεν υποδηλώνει «φτώχεια» μιας γλώσσας, όπως τονίσαμε ανωτέρω, αλλά απλώς μη εξοικείωση των ομιλητών της με δεδομένη έννοια για ιστορικούς, γεωγραφικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς κ.λ.π. λόγους.
(Από το ποίημα Ιθάκη, Κωνσταντίνος Καβάφης)
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Agîna tórnesh da varvísh na Itháki
Da so mólish da ye dlög póten
Pólan fasaríe, pólan uchénye
Κι εδώ έχουμε περίπτωση άμεσου δανεισμού από τη Νεοελληνική, καθώς το τοπωνύμιο «Ιθάκη» υιοθετείται αυτούσιο (Itháki). αφού η Πομακική, κυρίως λόγω του Ισλάμ, δεν είναι εξοικειωμένη με τον ελληνορωμαϊκό και τον αναγεννησιακό πολιτισμό, ώστε να δανειζόταν αρχαιοελληνικό ή λατινικό τύπο (π.χ. Ithaka, Itakaκ. τ. ό.). Βλέπουμε επίσης τη λέξη «περιπέτειες» να αποδίδεται με μια άλλη γνώριμη νεοελληνική λέξη (fasaríe, πληθ. του fasaría< νεοελλ. φασαρία <βενετ. fasaria), γεγονός που υπογραμμίζει την υπαγωγή του πομακικού πολιτισμού στον ευρύτερο νεοελληνικό πολιτισμό.
(Από το θεατρικό έργο Άμλετ, William Shakespeare)
Hyperion to a satyr, so loving to my mother
That he might not beteem the winds of heaven
Visit her face too roughly – heaven and earth,
Must I remember?
Inélkus húbof vasilyás, at presh tóga be slóntseno
Káta kozá. Inélkus mlógo dregóvasho móno máyko
Ta na astávesho vetráne da yiudríye óbrazane.
Nebá i zemé! Trébava li da pómnem?
Τέλος, στην περίπτωση του αποσπάσματος του W. Shakespeare, οι προκλήσεις ήταν μεγάλες κυρίως λόγω της προαναφερθείσας έλλειψης εξοικείωσης της Πομακικής με τον ελληνορωμαϊκό και τον αναγεννησιακό πολιτισμό. Έτσι ο Υπερίων (Hyperion) αναφέρεται απλώς ως «όμορφος βασιλιάς (húbof vasilyás)» με ενίσχυση από το επίθετο slóntseno (= ο σχετικός με τον ήλιο, ηλιακός, ηλιόλουστος), το δε vasilyás είναι νεοελληνικό δάνειο, το οποίο «διασώζει», υπό μία έννοια, τις ελληνικές συνδηλώσεις του κειμένου-πηγής. Ομοίως ο σάτυρος (satyr) αναφέρεται, συνεκδοχικά, ως «κατσίκα (kozá)». Οι συντακτικές αποκλίσεις από το αγγλικό κείμενο – πηγή είναι μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες από το εκάστοτε ελληνικό κείμενο-πηγή, δεδομένου ότι, μορφολογικά και – ιδίως – συντακτικά, η Πομακική είναι πολύ πιο κοντά στη Νεοελληνική παρά στην Αγγλική.
Εντέλει ο Σ. Καραχότζα, επιλέγοντας να μεταφράσει από την Ελληνική και την Αγγλική προς την Πομακική, η οποία έμεινε σχετικά αποκομμένη από πολιτισμικές επαφές με τις σύγχρονες, τυποποιημένες ευρωπαϊκές γλώσσες για πολλές δεκαετίες, συνεισέφερε σε αυτό που αποτελεί το βασικότερο ρόλο της μετάφρασης: τη γεφύρωση μεταξύ ανθρώπινων κοινοτήτων. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια του N. Sakai (2009: 83):
[…], η ιδιότητα του ξένου (“foreign”) πρέπει να είναι πάντοτε ασαφής (“ambiguous”) στη μετάφραση. Είναι αλλότριο (“alien”), αλλά βρίσκεται ήδη σε μετάβαση (“in transition”) προς κάτι οικείο (“familiar”).
Εύχομαι και ελπίζω ότι η εξαιρετική αυτή μεταφραστική προσπάθεια του Σ. Καραχότζα θα γίνει αφετηρία για πολλές άλλες τέτοιες προσπάθειες στο συγκεκριμένο γλωσσικό ζεύγος, είτε με γλώσσα-στόχο είτε με γλώσσα-πηγή την Πομακική. Πιστεύω ότι, μέσα από τέτοιες μεταφραστικές προσπάθειες, μπορούν να προκύψουν πληροφορίες και ιδέες χρήσιμες για τη μεταφρασεολογία, για τη διδακτική της μετάφρασης, για τη βαλκανική γλωσσολογία, αλλά – κυρίως – για την ίδια την πομακική γλώσσα, η οποία πρέπει να καλλιεργηθεί και να μην αφεθεί άλλο πια «στην τύχη της» από την Ελληνική Πολιτεία.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) ότι, παρά τη μακροχρόνια αποξένωση των δύο λαών κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα λόγω γεωπολιτικών συνθηκών (βαλκανικοί πόλεμοι, κομμουνιστικά καθεστώτα), η Πομακική μπορεί άνετα να εκφράσει ποιητικά νοήματα που έχουν εκφραστεί στη Ελληνική· αξίζει επίσης να επιχειρηθούν ευρύτερες συγκριτικές μελέτες σχετικά με τη δημοτική ποίηση των δύο αυτών ελληνικών κοινοτήτων· β) ότι οι λεξιλογικοί νεοελληνισμοί της Πομακικής, ως κοινό γλωσσικό υλικό,μπορούν να αξιοποιηθούν για συνδηλωτικούς, μετρικούς ή άλλους υφολογικούς σκοπούς· γ) ότι η αποκοπή των Πομάκων από την κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά λόγω, κυρίως, της ισλαμικής θρησκείας δεν ευνοεί την απόδοση αρχαιοελληνικών πραγματολογικών στοιχείων (Υπερίων, Ιθάκη κ.ά.), οδηγώντας είτε σε περιφράσεις, είτε σε απευθείας δανεισμό από τη Νεοελληνική. Αυτό, ωστόσο, δεν υποκρύπτει «φτώχεια» της Πομακικής, αλλά συνιστά απλώς ένα χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης ιστορικής διαδρομής της. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό μεταξύ των γλωσσολόγων, δεν υπάρχουν πλούσιες και φτωχές γλώσσες, αφού κάθε γλώσσα έχει το δυναμικό να προσαρμόζεται, μέσω των ιδιαίτερων μηχανισμών της, στα διανοήματα του εκάστοτε ομιλητή της.
Εκφράζω την ελπίδα ότι παρόμοιες μεταφράσεις μπορούν να προαγάγουν την ίδια τη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Πομάκων, ώστε να (ξανα-)γίνει ταυτότητα αυτό που σήμερα φαντάζει ως ετερότητα. Διότι οι Πομάκοι είναι Έλληνες, και μάλιστα όχι απλώς με την έννοια κάποιου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πομάκοι, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι Έλληνες,διαφέρουν γενετικά από τους σημερινούς κατοίκους της Εγγύς και Μέσης Ανατολής (Τούρκους, Αρμενίους, Λαζούς, Σύρους, Ιρανούς κ.λπ.) και συγγενεύουν άμεσα με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από γενετικές έρευνες (Τριανταφυλλίδης 2013/2014: 115–116·Τριανταφυλλίδης 2016: 95, 112–113).
Με άλλα λόγια, οι Πομάκοι είναι Έλληνες, και φαίνονται! Και αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες (των Πομάκων συμπεριλαμβανομένων) ανήκουν όλοι σε έναν απαράλλακτο γενετικό και «φυλετικό» τύπο, αλλά ότι όλοι οι τύποι στους οποίους ανήκουν είναι αυτόχθονες ευρωπαϊκοί και ότι ανευρίσκονται, σε διάφορες ποσοστώσεις, σε όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Κλείνω, συμβολικά, με μια στροφή από το ποίημα Στον πατέρα μου της καταγόμενης από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη Ελληνίδας Ποιήτριας Χαρούλας Καλιαμπέτσου-Ευτυχίδου, φυσικά σε μετάφραση Σ. Καραχότζα:
Πατέρα, πώς εγέρασες … Πού ’ν’ τα ξανθά μαλλιά σου;
Τα μάτια σου τα γαλανά πόσο θολά είναι τώρα…
Πώς σε θυμάμαι άλλοτε, στητό σαν κυπαρίσσι,
που ολόρθο πάντα υψώνονταν στη λάβρα και στη μπόρα.
Bubáyka, kak astarâ… Kadé ti zaltáta kosá?
Sínete óchi kak so mótnï isâ…
Kákto pómnem na drúyish, práva káta selvíye
Zóno dáyma sedésho právo faf pekáne i faf dazdáne.
Βιβλιογραφία
Allén, S. (επιμ.) (1999) Translation of Poetry and Poetic Prose (London: World Scientific).
Βαγενάς, Ν. (1989) Ποίηση και μετάφραση (Αθήνα: Στιγμή).
Barnstone, W. (1993) The Poetics of Translation (London: Yale University Press).
Beaugrande, R. de (1978) Factors in a Theory of Poetic Translation (Assen: Van Gorcum).
Berman, A. (1984) L’épreuve de l’étranger: Culture et traduction dans l’Allemagne romantique (Paris: Gallimard).
Cluysenaar, D. (1976) Introduction to Literary Stylistics (London: B.T. Batsford).
Connolly, D. (1997) Μετα-ποίηση: 6 (+1) μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης (Αθήνα: Ύψιλον).
Culler, J. (2010) Teaching Baudelaire, Teaching Translation, Profession 2010 (The Modern Language Association of America): 91-98.
Honig, E. (1985) The Poet‘s Other Voice: Conversationson Literary Translation (Amherst: University of Massachusetts Press).
Κακριδή-Φερράρι, Μ. (2001) Μετάφραση ξένων όρων. Στο Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα (Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας), 203-205.
Κόκκας, Ν.Θ. (2004) Úchem so Pomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας: τεύχος Α΄: 25 μαθήματα (Ξάνθη: Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης).
Κόκκας, Ν.Θ. (2004) Úchem so Pomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας: τεύχος Β΄: Ανθολόγιο Κειμένων: Παραμύθια – Τραγούδια – Παροιμίες (Ξάνθη: Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης).
Κριμπάς, Π.Γ. (2007) Επιδράσεις της νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες (Αθήνα: Γρηγόρης).
Κριμπάς, Π.Γ. (2005) Συμβολή στη μεταφρασεολογία (Αθήνα: Γρηγόρης).
Mounin, G. (2002) Οι ωραίες άπιστες (Αθήνα: Μεταίχμιο) [μετάφραση: Διαπανεπιστημιακό Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών «Μετάφραση–Μεταφρασεολογία». Τίτλος πρωτοτύπου: G. Mounin (1994) Les Belles infidèles (Lille: Presses Universitaires de Lille)].
Μπατσαλιά, Φ. & Ε. Σελλά-Μάζη (1994) Γλωσσολογική προσέγγιση στη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης (Κέρκυρα: Ιόνιο Πανεπιστήμιο).
Sakai, N. (2009) How do we count a language? Translation and discontinuity, Translation Studies 2 (1): 71-88.
Συρίγος, Ά.Μ. (2016) Ελλάδα και περιφερειακές εξελίξεις. Στο Π. Καζάκος, Μ. Κούμας, Χ. Παπασωτηρίου, Ά.Μ. Συρίγος& Ε. Χατζηβασιλείου, Η Ελλάδα στον κόσμο της: Μεταξύ ρεαλισμού και ανεδαφικότητας στο διεθνές σύστημα (Αθήνα: Πατάκης), 251-286.
Τριανταφυλλίδης, Κ. (2016) Η γενετική καταγωγή των Ελλήνων (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης).
Τριανταφυλλίδης, Κ. (2013/2014) Η γενετική ιστορία της Ελλάδας: το DNA των Ελλήνων (β΄ έκδοση) (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης).
Venuti, L. (2011) ‘Introduction: Poetry and translation’ Translation Studies 4 (2): 127-132.
Σημείωση: Ο Π. Κριμπάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο γνωστικό αντικείμενο «Ορολογία, Μετάφραση και Νομικά Κείμενα» στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών.
[1]Αξίζει να σημειωθεί ότι πομακικά δημοτικά τραγούδια είχαν ήδη μεταφραστεί από την Πομακική στην Ελληνική από τον Ριντβάν Καραχότζα, αδελφό του παρουσιαζομένου, τα οποία περιέχονται στο τεύχος Β΄ (Ανθολόγιο Κειμένων: Παραμύθια – Τραγούδια – Παροιμίες) του εγχειριδίου Úchem so Pomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας του Ν. Κόκκα (2004: 77-110).
Το πρώτο σου βιβλίο αναφέρονταν στη γλώσσα των Πομάκων. Ήταν μία απόπειρα αποτύπωσης μιας ζωντανής γλώσσας όπως μιλιέται σήμερα από χιλιάδες Πομάκους στη Θράκη.
Ευτυχώς δεν ήμουν ο μόνος που επιχείρησε να καταγράψει την πομάκικη γλώσσα. Είχαν προηγηθεί αρκετές και πολύ αξιόλογες ανάλογες προσπάθειες με τεράστια επιτυχία. Απλώς ένιωσα την ανάγκη να κάνω κι εγώ κάτι με τις μικρές μου δυνάμεις ώστε να μη χαθεί η γλώσσα μου. Αν οι Πομάκοι χάσουν κάποτε τη γλώσσα τους θα χαθούν και οι ίδιοι κι αυτό ισχύει για όλους τους λαούς της γης.
Το δεύτερο βιβλίο σου ήταν μία προσπάθεια να καταγράψεις την καθημερινότητα των Πομάκων γλώσσα τους. Τελικά πόσο δύσκολο είναι να εκφραστεί κανείς γράφοντας στα πομάκικα;
Είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Φτάνει να υπάρχει η θέληση να ασχοληθεί κανείς. Είναι μια ολοζώντανη γλώσσα κι άρα η γραφή της είναι θέμα βούλησης. Το αλφάβητο δεν είναι πρόβλημα, υπάρχει το λατινικό αλφάβητο που χρησιμοποιείται από τόσους λαούς, γιατί όχι λοιπόν και από τους Πομάκους; Σίγουρα η πομάκικη γλώσσα δεν είναι τόσο πλούσια κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η μετάφραση ελληνικών και άλλων κειμένων στην πομακική να είναι δύσκολη αλλά όχι ακατόρθωτη.
Το τρίτο σου βιβλίο περιέχει μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στα πομακικά. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το εγχείρημα;
Αρκετά δύσκολο, αλλά έγινε. Είναι ακόμα μια απόδειξη πως η πομάκικη γλώσσα είναι ζωντανή και μπορεί να έχει γραφή. Με μια νεκρή γλώσσα, όσο και να το θες δε μπορείς να μεταφράσεις ελληνική και αγγλική ποίηση. Αυτός ήταν και ο βασικότερος σκοπός του τρίτου μου βιβλίου, να αποδείξω δηλαδή για άλλη μια φορά πως η μητρική μου γλώσσα παραμένει ζωντανή. Θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω δημόσια την Πρόεδρο και το ΔΣ του Πολιτιστικού Συλλόγου Πομάκων Ξάνθης διότι χωρίς τη δική τους μεσολάβηση το τρίτο μου βιβλίο θα βρίσκονταν ακόμα στα αρχεία του υπολογιστή μου και όχι στο τυπογραφείο.