Τότε που βάζαμε πέτρες για τέρματα, κυρ Νίκο…
Σφράγισε και παίρνει μαζί του την εποχή του ρομαντικού ποδοσφαίρου. Αυτή που προλάβαμε κι εμείς «του εβδομήντα οι εκδρομείς». Την εποχή, μαζί και τον Αλέφαντο, θα θυμόμαστε με νοσταλγία….
Παίρνει μαζί του μια εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μια εποχή στην οποία πρωταγωνίστησε και σε ένα βαθμό την διαμόρφωσε. Είναι η εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν λαϊκό άθλημα. Την εποχή που βγαίναμε στη δημοσιά, βάζαμε πέτρες για τέρματα και γυρίζαμε στο σπίτι ματωμένοι. Τότε που η μπάλα ήταν μία, με σαμπρέλα και δίναμε μάχη να την κατεβάζουμε όταν πήγαινε στο κυπαρίσσι ή στην στέγη κάποιου σπιτιού. Τότε που κλωτσούσαμε και έσπαζε το τζάμι στο απέναντι σπίτι ή στην εκκλησία.
Ξέρω, εσείς θυμάστε τον Αλέφαντο στα γήπεδα με το κοντομάνικό μπλουζάκι. Ναι, αλλά δεν γεννήθηκε εκεί ο Νίκος Αλέφαντος. Τον γέννησαν οι καταστάσεις που σας περιέγραψα νωρίτερα. Ο κυρ-Νίκος ήταν γέννημα θρέμμα εκείνης της εποχής, τον συνθέτουν αυτές οι εικόνες. Η αγάπη για την μπάλα ήταν παθολογική γιατί ήταν διέξοδος από την φτώχεια την μιζέρια και την ανωνυμία. Μπορεί να μην γέμιζε την τσέπη με λεφτά σε έκανε όμως ήρωα της γειτονιάς, αργότερα της τοπικής ομάδας κι ίσως λίγο αργότερα της πόλης.
Σε έβγαζε από την ανωνυμία και σου έδινε υπόσταση. Σε καθιέρωνε κοινωνικά από ένα σημείο και μετά όταν οι γονείς σου το έπαιρναν απόφαση πως είσαι διατεθειμένος να τα παρατήσεις όλα και σαν συνεχίσεις τη ζωή σου κλωτσώντας την. Σπουδαίο ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν ήταν ο Αλέφαντος. Μαχητικός και δυναμικός ήταν. Παθιασμένος. Οσα δεν είχε σε τεχνική και ποιότητα τα είχε σε παρατηρητικότητα και μελέτη. Στο Ρουφ, τον Ολυμπιακό Χαλκίδας και τον Παναιγιάλειο έπαιξε μπάλα ο κυρ Νίκος. Κι ας ξεκίνησε από τα τσικό του Παναθηναϊκού.
Η παθολογική αγάπη του για την μπάλα τον έκανε προπονητή. Το ένστικτό του τον έστειλε στο γήπεδο ως κόουτς όταν ολοκληρώθηκε η ποδοσφαιρική του καριέρα. Πάντα με την αίσθηση ότι κανείς άλλος δεν ξέρει να μιλάει για μπάλα καλύτερα από τον ίδιο. Αυτός ήταν ο λόγος που εμφανιζόταν απόλυτος μέχρι ξεροκεφαλιάς κι ας τον διέψευδαν τα γεγονότα. Μέχρι τα βαθιά γεράματά του είχε ακλόνητη την βεβαιότητα ότι κανείς άλλος δεν ήξερε την μπάλα καλύτερα από εκείνον.
Το είπαν ασυμβίβαστο και ανυπότακτο. Στην ουσία ήταν απόλυτος και ξεροκέφαλος. Επίμονος και εγωιστής. Ένας άνθρωπος παθιασμένος με την μπάλα. Που εξαφάνισε τις όποιες οικονομίες του για να πάει στο εξωτερικό και να παρακολουθήσει τις προπονήσεις του περίφημου Ερνστ Χάπελ με το Αμβούργο. Με το καύσιμο που έβαλε στο προπονητικό του ρεζερβουάρ στην δεκαετία του εβδομήντα πορεύτηκε για τρεις δεκαετίες μετέπειτα ο Νίκος Αλέφαντος.
Ηταν λάτρης της μπάλας στην πιο αυθεντική μορφή της. Ηταν λαϊκός άνθρωπος κι ανεπιτήδευτος. Ηταν αθλητικός τύπος, έτρεχε μέχρι λίγους μήνες πριν όταν τον πρόδωσε η καρδιά του. Μια καρδιά αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο. Ναι, ήταν λάτρης του Ολυμπιακού κι έφυγε με το μαράζι ότι καμιά από τις τρεις φορές που κάθισε στον πάγκο του δεν αξιώθηκε να πανηγυρίσει κάποιο τίτλο.
Κι είναι αλήθειά πώς αν ο Δούρος είχε δει το κτύπημα του Κυριάκου στον Τζιοβάνι θα είχε γραφτεί διαφορετικά η ιστορία για τον Αλέφαντο. Κι έτσι όμως, χωρίς αγιογραφήσεις και κατά συνθήκη υπερθετικούς, σφράγισε την εποχή του. Την ρομαντική εποχή του ποδοσφαίρου. Αυτή που προλάβαμε κι εμείς του εβδομήντα οι εκδρομείς. Την εποχή , μαζί και τον Αλέφαντο, θα θυμόμαστε με νοσταλγία….