Η μικρή απώλεια βάρους μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη.
Του Βάιου Παπαδημητρίου, Ουρολόγου, Λαμία
Η απώλεια μόνο του 13% του βάρους σώματος ελαττώνει το σχετικό κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 κατά 40% σε παχύσαρκους, πέρα από τα άλλα οφέλη για την υγεία τους. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μία πολύ πρόσφατη σημαντική μελέτη στην οποία μελετήθηκε η πορεία μισού εκατομμυρίου συμμετεχόντων.
Πέρα από το σάκχαρο, η απώλεια βάρους φάνηκε να ελαττώνει κατά 22-27% τον κίνδυνο για σύνδρομο απνοιών στον ύπνο, κατά 18-25% τον κίνδυνο για εμφάνιση υπέρτασης και κατά 20-22% τον κίνδυνο για διαταραχές λιπιδίων (αύξηση δηλαδή της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων).
Σύμφωνα με τους Δανούς ερευνητές, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι αξίζει να θεραπεύσουμε πρώτα την ίδια την παχυσαρκία, παρά να περιμένουμε τις επιπλοκές της. Το μέγεθος του δείγματος που φτάνει τους 550.000 Βρετανούς ενήλικες κάνει τα αποτελέσματα της έρευνας μοναδικά. Παχύσαρκοι που έχασαν 10-25% του αρχικού βάρους σώματος παρακολουθήθηκαν για 8 χρόνια. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό και διεθνές συνέδριο Παχυσαρκίας ECOICO 2020.
Η απώλεια βάρους στηρίχθηκε κυρίως σε δίαιτα και σωματική άσκηση και σε μικρότερο βαθμό σε φαρμακευτική ή χειρουργική θεραπεία. Η μέση ηλικία των παχύσαρκων ήταν τα 54 έτη, περίπου 50% είχαν υπέρταση, 40% είχαν δυσλιπιδαιμία και περίπου 20% είχαν σακχαρώδη διαβήτη. Αρχικά δόθηκε η συμβουλή απώλειας βάρους και εντατικής σωματικής άσκησης και αρκετοί παραπέμφθηκαν σε διαιτολόγο ή έλαβαν φαρμακευτική αγωγή για την παχυσαρκία. Λιγότεροι από 1% υποβλήθηκαν σε βαριατρική χειρουργική.
Οι επιπλοκές της παχυσαρκίας φάνηκε να ελαττώνονται με διαφορετική ταχύτητα με την απώλεια βάρους. Πιο γρήγορα διορθώθηκαν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα, καθώς ο διαβήτης είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στην απώλεια βάρους και τα αποτελέσματα φαίνονται σε λίγες εβδομάδες ή μήνες. Η βελτίωση της ποιότητας του ύπνου και της άπνοιας τη νύκτα απαιτεί περισσότερο χρόνο και είναι δυσκολότερη, παρά την απώλεια των κιλών.
Βιβλιογραφία:
Medscape
ECOICO 2020. Abstract 0497.