Ένα πρωτοποριακό βιβλίο για τον Καραγκιόζη πριν 100 χρόνια:

Louis Roussel  και Στίλπων Κυριακίδης

 

του Θανάση Μουσόπουλου

  Η μελέτη του ελληνικού θεάτρου σκιών, του λεγόμενου Καραγκιόζη, πέρασε από πολλά στάδια. Είναι πολύ ενδιαφέρον  ότι πολλά οφείλουμε σε ξένους μελετητές και ερευνητές του παραδοσιακού αυτού πολιτιστικού μας αγαθού.

   Στη σύγχρονη εποχή μεγάλη είναι η προσφορά του πανεπιστημιακού καθηγητή Πούχνερ, τον οποίο ήδη αναφέραμε σε άλλο κείμενό μας. Συγκεκριμένα, ο Βάλτερ Πούχνερ, που γεννήθηκε στη Βιέννη το 1947,  πανεπιστημιακός εδώ και δεκαετίες ζει και προσφέρει τα μέγιστα ως θεατρολόγος και λαογράφος στην Ελλάδα, έγραψε πολλά για τον Καραγκιόζη. Σημαντικό ανάμεσα στα άλλα έργα του είναι το βιβλίο «Οι Βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη» (εκδ. Στιγμή, 1985, σελ. 109), που στηρίζεται σε πλούσια βιβλιογραφία ελληνική και ξενόγλωσση.

  Στο σημερινό κείμενο, πρώτο του νέου έτους 2021, θα αναφερθούμε σε ένα καινοτόμο έργο που δημοσιεύθηκε πριν από εκατό ακριβώς χρόνια από τον γάλλο πανεπιστημιακό Λουί Ρουσσέλ. Βιβλιοκρισία του έργου αυτού, το 1921 επίσης, έκανε ο μεγάλος θρακικώτης Στίλπων Κυριακίδης. Έτσι το κείμενό μας  έχει πολλαπλή επικαιρότητα.

*

    Ο αείμνηστος μελετητής του Καραγκιόζη Μιχάλη Ιερωνυμίδη (Κρουσσώνας Κρήτης 1946 – Αθήνα 2019), το 2003 κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Ο αθηναϊκός Καραγκιόζης του Αντώνη Μόλλα”, στο οποίο ανάμεσα στα άλλα περιέχεται η περισπούδαστη μελέτη του Louis Roussel «Karagheuz, ou un Theatre d Ombres a Athenes» (1921) μεταφρασμένη στα ελληνικά (από την Γαβριέλλα Ιερωνυμίδη και τον Γιάννη Κωνσταντινίδη).  Όπως γράφει ο καθηγητής Βάλτερ Πούχνερ στον Πρόλογο αυτού του τόμου «Η ανάγνωση, ακόμα και το ξεφύλλισμα του βιβλίου, σημαίνει πολλά πράγματα μαζί: μια αισθητική απόλαυση, ένα ανάλαφρο διδακτικό μάθημα, μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο του Μόλλα».

  Θα ξεκινήσουμε με ένα σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα του Λουίς Ρουσσέλ. Στο έργο του Ιερωνυμίδη περιέχεται βιογραφικό δημοσιευμένο στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» (MEE), στην οποία ο Ρουσσέλ δημοσιεύει μακροσκελές λήμμα για τον Καραγκιόζη – θα το παρουσιάσουμε σε επόμενο σημείο.

  Βιογραφικά παίρνουμε επίσης από το άρθρο της Δέσποινας Καποδίστρια «Γάλλοι Ελληνιστές και ο Λεωνίδας Χ. Ζώης (Άγνωστη Αλληλογραφία)».

«Ο Louis Roussel γεννήθηκε στην πόλη Νιμ το 1881 και πέθανε στο Μονπελιέ το 1971. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Μονπελιέ και της Σορβόννης και διετέλεσε μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών και καθηγητής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Το 1925 διορίστηκε καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ.
Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται μελέτες, όλες γραμμένες στα γαλλικά, όπως: Η προφορά της Αττικής κλασικής Διαλέκτου (1921), Ο Βαλαωρίτης ως μεταφραστής (1922), Παραμύθια της Μυκόνου (1929), Παλαμάς και Μιστράλ (1930), Η όψη στα αττικά ελληνικά (1958) και μεταφράσεις έργων όπως ο Καλλιμάχου ύμνος εις τον Δία (Libre 1928) και οι Πέρσες του Αισχύλου (1960). Από το 1922 εξέδιδε στην Αθήνα την διμηνιαία φιλολογική επιθεώρηση Libre, της οποίας η έκδοση συνεχίστηκε από το 1925 στο Μονπελιέ.[…] Ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τον Louis Roussel με τον Λεωνίδα Ζώη δεν είναι άλλος από τον διακεκριμένο Ζακυνθινό συγγραφέα Γρηγόριο Ξενόπουλο. Κι αυτό, γιατί ο Ξενόπουλος συστήνει στο Ζώη τον Γάλλο ελληνιστή γράφοντάς του: «[…]Αυτό το γράμμα μου θα σου το δώσει ο κ. Louis Roussel, ο γνωστός σου βέβαια Γάλλος Φιλόλογος κι’ Ελληνιστής, καθηγητής στην εδώ Γαλλική Σχολή κι’ αγαπητός μου φίλος».

Ο Ρουσσέλ αγαπούσε την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό στη διαχρονία του. Είδαμε τους τίτλους έργων του. Το έργο με τα παραμύθια της Μυκόνου το συνέταξε μετά από επιτόπια έρευνα στο νησί. Δημοσιεύματα μιλούν με θαυμασμό για τον Ρουσσέλ. Να προσθέσουμε ότι ήταν μαθητής του Γιάννη Ψυχάρη, πράγμα που τον επηρέασε στις γλωσσικές του προτιμήσεις.

*

  Θα προχωρήσουμε στα σχετικά με τον Καραγκιόζη, παρουσιάζοντας το πολυσέλιδο λήμμα του 1930 που προαναφέραμε  της ΜΕΕ (βλ. σελ.  117 – 127 του τόμου “Ο αθηναϊκός Καραγκιόζης του Αντώνη Μόλλα”).

 Η προσέγγιση του Ρουσσέλ είναι λαογραφική. «Η καταγωγή του καραγκιόζη είναι άγνωστος […] Πιθανώς η αρχή του να ανάγεται εις παλαιοτάτους χρόνους, και ο περίφημος πλατωνικός μύθος του σπηλαίου (Πλατ. Πολιτ. Ζ΄ 514 Β, κ.ε.) ν’  αποτελεί ανάμνησιν θεάτρου τινός σκιών παρομοίου προς τον καραγκιόζην».

  Αναφέρεται στην εμφάνιση του θεάτρου σκιών σε διάφορους λαούς, «ο καραγκιόζης είναι γνήσιον δημιούργημα των ασιατικών λαών», περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά τους. «Ίσως […] ο πρωταρχικός χαρακτήρ του θεάτρου σκιών δεν ήτο κωμικός. Όπως και των άλλων ειδών θεάτρου ούτω και του καραγκιόζη η καταγωγή είναι μάλλον θρησκευτική». Ιδιαίτερα αναφέρεται στον τούρκικο καραγκιόζη, όπως και στις παραστάσεις θρησκευτικού καραγκιόζη. Προσθέτει όμως ότι, «Ο άλλος, ο βέβηλος, ο λαϊκός καραγκιόζης έχει ευρυτάτην διάδοσιν εν Τουρκία». Αναφέρεται στη δομή και στο περιεχόμενο των έργων αυτών.

  Στη συνέχεια περνά στον ελληνικό καραγκιόζη που είναι «Τουρκικής προελεύσεως […] Θεωρώ πιθανώτατον, σχεδόν βέβαιον, ότι ο καραγκιόζης πριν ή εγκλιματισθεί εις το ελληνικόν περιβάλλον διήλθεν εξ Αλβανίας […] Οι Έλληνες κατέστησαν τον καραγκιόζην ακριβή και διασκεδαστικόν καθρέφτην της ελληνικής φυλής […] το ελληνικόν έθνος δεν φοβείται να σκώπτει τον εαυτόν του».

  Ο Ρουσσέλ περιγράφει τις παραστάσεις, αναφέρεται επίσης στους ήρωες και στην τυπική δομή των έργων. Ιδιαίτερα μιλά για τον κεντρικό ήρωα, τον Καραγκιόζη. Σημειώνει την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου σκιών, παρατηρώντας ότι «έχει πλέον αποβεί αστική διασκέδασις. Είς εκ των σημαντικωτέρων συντελεστών της ριζικής ταύτης μεταβολής είναι και ο παίκτης Αντώνιος Μόλλας, ο οποίος ανύψωσε την καραγκιοζικήν οθόνην εις καλλιτεχνικόν επίπεδον».

*

  Στο  βιβλίο του Μιχάλη Ιερωνυμίδη πληροφορούμαστε ότι «Το έργο του L. Roussel ήταν απόρροια της γνωριμίας του συγγραφέα με τον καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα το 1918 και έγινε δεκτό στο Πανεπιστήμιο σαν these complémentaire για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος […] Ο σχεδόν συνομήλικός του Μόλλας ήταν ήδη διάσημος και καταξιωμένος καραγκιοζοπαίκτης. Ο Roussel είδε παραστάσεις καραγκιόζη σε πολλούς μπερντέδες της Αθήνας από άλλους καραγκιοζοπαίχτες και αφού κατέληξε, όπως αναφέρει και ο ίδιος, στο συμπέρασμα ότι ο Μόλλας ήταν ο καλύτερος, αποφάσισε να γράψει τη διατριβή του βασιζόμενος πάνω στο δικό του έργο» (σελ.20).

  Το έργο του Λ. Ρουσσέλ «Karagheuz, ou un Theatre d Ombres a Athenes» κυκλοφόρησε σε δύο τόμους το 1921. Στον τόμο του Μ. Ιερωνυμίδη φέρει τον τίτλο «Καραγκιόζης ή Ένα θέατρο των σκιών στην Αθήνα», πρώτος τόμος σελ. 135 – 225 και δεύτερος τόμος σελ. 261 – 353. Στις σελίδες 333 – 353, περιέχεται λεπτομερής πίνακας περιεχομένων.

  ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

-Κεφάλαιο πρώτο: Η λέξη Καραγκιόζης, οι καραγκιόζηδες της Αθήνας, ο Μόλλας, πρόσωπα, παραστάσεις, έργα, θέματα, πηγή γέλιου, ο Καραγκιόζης αγαπά το χρήμα, άσεμνο θέαμα στην Κωνσταντινούπολη, οικογενειακό στην Αθήνα.

-Κεφάλαιο δεύτερο: Μια κωμωδία υπαγορευμένη από τον Μόλλα – «Λίγα απ’ όλα»

– Κεφάλαιο τρίτο: Μετάφραση της κωμωδίας στα γαλλικά

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

-Κεφάλαιο τέταρτο: κατάλογος των άλλων κωμωδιών –  από την 2 ως την 29, με περιληπτική αναφορά στα κυριότερα σημεία καθεμιάς.

– Κεφάλαιο πέμπτο: λεξικό των σπουδαιότερων λέξεων που περιέχονται στην κωμωδία 1 και στις άλλες περιλήψεις παραστάσεων

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ: Στο παρόν έργο που τελείωσε το 1920 δεν έχω χρόνο για άλλη αλλαγή.  Προσθέτω ως συμπληρώματα όλες τις πληροφορίες  για τον Καραγκιόζη που εξακολουθώ να συλλέγω: Α, Β, Γ Ο Μιστριώτης σχετικά με τον Καραγκιόζη, Δ, Ε Το πνεύμα του Καραγκιόζη,  ΣΤ, Ζ Ο Καραγκιόζης στη Θεσσαλονίκη, Η, Θ, Συμπληρωματικός πίνακας.

Θα προσθέσω τρία σχόλια του Ρούσσελ από διάφορα σημεία του έργου του:

–         «Περιορίζομαι σε μια καθαρή και απλή περιγραφή […] Η περιγραφική μέθοδος δεν αφήνει περιθώρια για συμπεράσματα σε βάθος».

–         «Στον μπερντέ του Μόλλα οι φωνές είναι ασυναγώνιστες […] κάθε πρόσωπο έχει τη δική του φωνή, τόσο διαυγή, τόσο προσωπική, που μόνο δύο λέξεις προτού εμφανιστεί αρκούν για να τον αναγνωρίσουμε».

–         «Οι πηγές του γέλιου είναι τόσο διαφορετικές σε κάθε αστείο» Αναφέρεται σε αστεία οπτικά, σφαλιάρες, ρούχα που φορούν, το καλαμπούρι, οι περίεργες προφορές ορισμένων προσώπων, διάλεκτοι, ηθελημένη διχόνοια.

*

   Ο Κομοτηναίος καθηγητής Στίλπων Κυριακίδης  – στον οποίο με την ευκαιρία των 100 χρόνων Ελεύθερης Θράκης αφιέρωσα το άρθρο «Στίλπων Κυριακίδης (1887 – 1964) Ο μέγας θράκας ιστορικός και λαογράφος» – την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το δίτομο έργο του Λ. Ρουσσέλ για τον Καραγκιόζη δημοσίευσε βιβλιοκριτική στο περιοδικό «Λαογραφία» (τ. η,  1921, σελ. 280 – 283).

  Προτού περιδιαβούμε στη σημαντική αυτή βιβλιοκρισία, να αναφέρουμε τι  επιγραμματικά φρονεί ο Στίλπων Κυριακίδης για το θέατρο σκιών. Το 1923 στο σημαντικό έργο του για τα «Μνημεία του Λόγου – Άσματα» γράφει:

«Άξιον προσοχής και μελέτης είναι και το λαϊκόν θέατρον του Καραγκιόζη, το οποίον παραλαβών ο λαός παρά των Τούρκων διέπλασε βαθμηδόν εις ελληνικόν». Παραπέμπει ο Κυριακίδης στο λήμμα για τον Καραγκιόζη στη ΜΕΕ και στο βιβλίο του Ρουσσέλ, καθώς  και στη δική του  βιβλιοκριτική.

  Ο Στίλπων Κυριακίδης βλέπει με ειλικρινή εκτίμηση το έργο του L. Roussel «Karagheuz, ou un Theatre d Ombres a Athenes». Θεωρεί ότι «ηθέλησε μόνον να δώσει μίαν περιγραφήν απλήν και καθαράν του ελληνικού Καραγκιόζη, ότις παρ’ ημίν ελάχιστα έχει μελετηθεί, εις δε τους ξένους ερευνητάς είναι εντελώς άγνωστος. Είναι δε άξιος μελέτης και καθ’ εαυτόν, διότι – παρά την άμεσον αυτού τουρκικήν προέλευσιν – αποτελεί εκδήλωσιν σπουδαιοτάτην του σατιρικού πνεύματος του ελληνικού λαού, αλλά και διότι, εάν αληθεύουν αι γνώμαι του Reich περί του τουρκικού Καραγκιόζη, έχομεν εις αυτόν τον τελευταίον απόγονον των ελληνικών μίμων».  Και διαπιστώνοντας την απουσία μελετών για τον ελληνικό καραγκιόζη, αντίθετα προς τον τουρκικό και αραβικό που έχει αρκετά μελετηθεί, σημειώνει «Η εργασία όθεν του Roussel έρχεται να συμπληρώσει έν πραγματικόν κενόν εις την ελληνικήν λαογραφίαν».

 Ο Κυριακίδης αναφέρεται στη δομή και στο περιεχόμενο του βιβλίου, παρατηρεί όμως ότι ουσιωδέστατη είναι η έλλειψη εικόνων. Επίσης, επειδή ο Καραγκιόζης εξελίσσεται έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι παραδοσιακοί καραγκιοζοπαίχτες και μετά να παραβληθεί με αυτούς ο  Μόλλας.  Όσον αφορά τη διασπορά του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, λέγει ότι «Είναι περίεργον ότι εις την Ήπειρον, την Μακεδονίαν, την Θράκην, την Σμύρνην, την Κρήτην και την Κύπρον είναι άγνωστος ο ελληνικός Καραγκιόζης, αγνοώ δε αν είναι επίσης άγνωστος και εις την Κωνσταντινούπολιν […] Θα ήτο λοιπόν αρκετά σημαντικόν να ημπορούσε να καθορισθεί πού το πρώτον εξελληνίσθη ο Καραγκιόζης».

    Επανέρχεται Κυριακίδης στα χαρακτηριστικά του τούρκικου Καραγκιόζη σημειώνοντας ότι κατά κανόνα δεν τον παρακολουθούσαν γυναίκες, γιατί είχε βωμολοχικό χαρακτήρα. Τον εξελληνισμένο Καραγκιόζη παρακολουθούν και γυναίκες και συμπληρώνει: «Όπως λοιπόν απέβαλε ή μάλλον μετέβαλε τον φαλλόν εις τεράστιον και δυσανάλογον χέρι, κατ’ αυτόν τον τρόπον απέβαλε και την βωμολοχίαν. Παρά του αειμνήστου καθηγητού Ν. Γ. Πολίτου ήκουσα το εξής χαρακτηριστικότατον επεισόδιον, του οποίου όμως αγνοώ την αρχικήν πηγήν. Κάποτε ο Μακρυγιάννης με τα παληκάρια του είχεν εισέλθει εις έναν Καραγκιόζη, του οποίου το ακροατήριον ήτο μεικτόν και ο Καραγκιόζης απέφευγε τας βωμολοχίας. Ο Μακρυγιάννης διεμαρτυρήθη διά το μασκάρεμα αυτό του Καραγκιόζη, έβγαλε τας γυναίκας έξω και διέταξε τον καραγκιοζοπαίκτη να πει κείνα που ήξερε. Έπειτα βαθμηδόν, ο Καραγκιόζης προσηρμόσθη και προς το ελληνικόν περιβάλλον».

  Ο Στίλπων Κυριακίδης με τις παρατηρήσεις και προσθήκες στα γραφόμενα του Ρουσσέλ που συνοπτικά παρουσιάσαμε, δείχνει ότι είχε βιώματα παιδικά (;) και γνώση του θεάτρου σκιών. Το σημαντικότερο είναι ότι σε μια περίοδο που δεν έπαιρναν στα σοβαρά τον Καραγκιόζη έδειξε την αγάπη και εκτίμηση στην πλευρά αυτή του λαϊκού μας πολιτισμού.

 *

   Ο Λουί Ρουσσέλ άνοιξε ένα δρόμο προ εκατό χρόνων που βοήθησε τους επιστήμονες και καλλιτέχνες να μελετήσουν και να διαβούν. Του οφείλουμε πολλά για όσα έκανε, κι όχι για όσα παρέλειψε να κάνει.

  Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από το κείμενο του Γιάννη Τσαρούχη για τον Καραγκιόζη, όπως τον έζησε στα παιδικά του χρόνια και αργότερα. Το κείμενό του «Μάθημα αλήθειας από το μόνο νεοελληνικό θέατρο», Θέατρο (Κ. Νίτσου), 10 (1963), σ. 7-8. Ο Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 και ζούσε τότε στον Πειραιά. Τα χρόνια περίπου που έγραψε το βιβλίο του ο Ρουσσέλ, ο Τσαρούχης ήταν 11-12 χρονώ παιδί. Θυμάται: «Μέσ᾽ στον τιποτένιο Καραγκιόζη αντίκρυσα σαν πραγματικότητα, κι όχι σαν αντικείμενο μουσείου, όλη τη γλύκα του Ανατολίτικου ρεαλισμού. Το γλυκό κουκούτσι ενός καρπού που έλειψε στις μέρες μας. Το Our, οι Ασσύριοι, ο πλούτος με το τίποτα των Αρχαϊκών, όλ᾽ αυτἀ ζωντανά σύμβολα ουσίας, μέσα στον τιποτένιο Καραγκιόζη, που τον περιφρονούσαν οι κυρίες με τα καπέλα, με τα φρούτα και τα λουλούδια. Οι βαθείς αμανέδες και τα κλέφτικα, μια μουσική όμορφη σαν την γλυπτική των Κοὐρων, ένα χονδροειδές θέατρο ίσαμ᾽ εκεί που δεν παίρνει, κι όμως το μόνο Νεοελληνικό Θέατρο που εξέφραζε με ακρίβεια ό,τι στο βάθος σκεφτόμαστε όλοι εμείς οι Έλληνες».

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, ΠΡΩΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ 2021