Του π. Ηρακλή Φίλιου (Βαλκανιολόγου, Θεολόγου)
Κληρικού της Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Δεν είναι λίγες οι πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος από τη στιγμή που ο Θεός του εμπιστεύτηκε τον Πατριαρχικό Θρόνο. Μία από αυτές αφορά την πρωτοβουλία του ιδίου να αναθέσει τον Ιούνιο του 2017 σε μία ειδική επιτροπή Θεολόγων την σύνταξη ενός επίσημου κειμένου που θα αναφέρεται στην κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας, ιδίως όπως αυτή πραγματώνεται στη δικαιοδοσία και διασπορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το κείμενο αυτό σε σφιχταγκάλιασμα με την μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας, έθεσε υπόψη του τα κείμενα και τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη τον Ιούνιο του 2016.
Μεταξύ των μελών της θεολογικής επιτροπής είναι ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου και Θεολογικός Σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριάρχη, π. Ιωάννης Χρυσαυγής, ο καθηγητής στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Notre Dame, David Bentley Hart, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Fordham, Αριστοτέλης Παπανικολάου, ο καθηγητής Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού, Δημήτριος Σκέδρος, ο ομότιμος καθηγητής Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής, ο καθηγητής στο Α.Π.Θ. Θεόδωρος Γιάγκου και άλλοι καταξιωμένοι πανεπιστημιακοί.
Το κείμενο με τον τίτλο ‘’Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς – Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας’’ (https://www.goarch.org/social-ethos), το οποίο γράφτηκε στην αγγλική και μεταφράστηκε στην ελληνική (καθώς και σε πολλές άλλες γλώσσες), δεν αποτελεί απλά μία έκθεση της κοινωνικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αλλά ‘’προσφέρει τις παραμέτρους και τις κατευθυντήριες αρχές για την κοινωνική αποστολή των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενώπιον των προκλήσεων και των προοπτικών του σημερινού κόσμου’’[1], όπως σημειώνεται στον πρόλογο του. Και είναι τόσο σημαντικό το εγχείρημα αυτό, αφού ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, στη Θρονική Εορτή στο Φανάρι στις 30 Νοεμβρίου 2020, σημείωνε απευθυνόμενος προς την Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης, σχετικά με τα ηθικά και ανθρωπολογικά προβλήματα τα εξής: ‘’Προφανέστατα, δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἔκπτωσις τοῦ πλουραλισμού εἰς ἀξιολογικόν μηδενισμόν, ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ μεγάλως τήν κοινωνικήν συνοχήν, νά ὁδηγήσῃ καί εἰς διάσπασιν τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος καί διάστασιν εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδεχθῇ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «παραλλήλους μονολόγους» καί «συγκατοίκησιν τῶν ἀντιθέτων» εἰς τούς κόλπους της, οὔτε νά προσαρμόσῃ τάς θεοπνεύστους ἠθικάς καί ἀνθρωπολογικάς ἀρχάς της εἰς τάς «ἐναλλακτικάς ἐπιλογάς» τοῦ συγχρόνου ἐκκοσμικευμένου πολιτισμοῦ. Ἡ ἰδία ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἀκατάλυτον ἀπάντησιν εἰς τά ἐρωτήματα τῆς ἀνθρωπολογίας καί τοῦ ἤθους’’[2].
Δεν μπορούμε να ψηλαφίσουμε το κείμενο χωρίς τον εμπνευστή του. Έχουμε συνηθίσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να προηγείται όσων ακολουθούν, αφού με διεισδυτική ματιά, οξυδέρκεια και ρηξικέλευθο τρόπο εισέρχεται στους λόγους και στους τρόπους όσων διαδραματίζονται στην παγκόσμια κοινότητα, δίνοντας παράλληλα σε κάθε σημαινόμενο την προοπτική του διά της χαρισματικής οδού. Εξάλλου, τι μπορεί να περιμένει κανείς από ένα γνήσιο πνευματικό τέκνο μιας σπουδαίας προσωπικότητας, εκείνης του Μακαριστού Μητροπολίτου Χαλκηδόνος κυρού Μελίτωνα Χατζή; Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αρνείται να συμμετέχει σε αυτό που συνιστούσε προς αποφυγή ο ίδιος ο Μακαριστός: ‘’Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν’’[3]. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως ακραιφνής ιθυπόρος της ιστορίας, με την πρωτοβουλία του αυτή δεν αφήνει καμία αμφισβήτηση πως η Εκκλησία απουσιάζει από την σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα. Άλλο ένα ιστορικό ‘’παρόν’’ του Οικουμενική Πατριάρχη που με την προσωπικότητα του εμπνέει και θα συνεχίσει να εμπνέει για πολλά χρόνια, πατώντας στα βήματα των αγίων Προκατόχων του και βλέποντας την διακονία της Εκκλησίας έξω στον κόσμο, στην κοινωνία και όχι απολογούμενη και απομονωμένη εντός των τειχών της.
Το κείμενο περί της κοινωνικής διδασκαλίας της Εκκλησίας δείχνει να κατανοεί σωστά τον κόσμο. Ξεκινάει βέβαια από μία πολύ σημαντική παράμετρο. ‘’Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί’’[4]. Δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς έτοιμες λύσεις και μαγικές συνταγές, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα του κόσμου τούτου. Το κείμενο δείχνει τον δρόμο. Έχει αφετηρία, μέση και τέλος. Το τέλος του σηματοδοτεί την έναρξη της προσωπικής ευθύνης και δράσης του κάθε ανθρώπου απέναντι στα πράγματα. Είναι ένα κείμενο που εστιάζει σε χρόνια κοινωνικά προβλήματα, αλλά στέκεται και με παρρησία απέναντι στις νέες προκλήσεις της εποχής, απ’ όπου κι αν αυτές προέρχονται. Όχι όμως για να επιβεβαιώσει την αλήθεια του εκκλησιαστικού λόγου, αλλά για να ξεκινήσει την μεταμόρφωση του κόσμου της πτώσης.
Είναι σημαντικό το γεγονός πως το κείμενο δεν αγνοεί τις προκλήσεις του πλουραλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Ειδάλλως, θα εγκλώβιζε σε ένα αυστηρά μουσειακό έκθεμα τον λόγο μαρτυρίας του ευαγγελίου, των Πατέρων και τη ζωή της ιεράς παράδοσης. Οι συντάκτες του κειμένου με δυναμικό τρόπο ξεριζώνουν το εξιδανικευμένο και μουσειακό παρελθόν με την στατική του αδυναμία και με ευχαριστιακό τρόπο ξεδιπλώνουν κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και έκφρασης υπό το πρίσμα της ‘’αλήθειας των μελλόντων’’, όπως θα συνηγορούσε προς κάτι τέτοιο ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής[5]. Δεν αναλώνεται σε ευχολόγια το κείμενο και δεν χειροκροτεί τον άνθρωπο όσα κι αν καταφέρει διά της τεχνολογικής προόδου.
Ξεκινάει υπενθυμίζοντας, ίσως κάτι που μπορεί να αποτελέσει την λύση στα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα. Υπενθυμίζει πως ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού[6] και όπως σημειώνεται στις πρώτες σειρές του κειμένου ‘’δημιουργηθήκαμε για μία κοινωνία αγάπης’’[7]. Αυτό ο αναγνώστης οφείλει να το έχει πάντοτε στο νου καθώς ερευνά τις επόμενες ενότητες. Ας έχουμε στο νου μας κάτι που αναφέρεται στο κείμενο∙ η Βασιλεία του Θεού δεν προέρχεται από τον κόσμο τούτο[8]. Η ευαγγελική αυτή θέση είναι απαραίτητη για την κατανόηση των προβλημάτων που αναδύονται στην κόσμο μας, έναν κόσμο με εμφανή την έλλειψη δικαιοσύνης. Αυτό διατρανώνεται στο κείμενο. Όμως δεν εξορκίζεται ο κόσμος και κάθε τι που υπάρχει μέσα στον κόσμο της πτώσης και της φθοράς. Η θεολογική επιτροπή φρόντισε να τοποθετήσει την ορθόδοξη μαρτυρία σε κάθε κοινωνική πτυχή του κόσμου τούτου. Δεν είναι περιγραφικό το κείμενο και δεν εκθέτει ιδέες. Εισέρχεται στην κτίση ολάκερη, διαμορφώνοντας μέσα από τον λόγο της Εκκλησίας μεταμορφωτικές αξίες και δομές μιας κοινωνίας δικαιοσύνης, σεβασμού και ισότητας.
Αξίζει να αναφερθεί πως το κείμενο στις σελίδες του ασχολείται με τόλμη και θεολογική ακροβασία, πολλές φορές, με πολυποίκιλα και πολυσήμαντα κοινωνικά ζητήματα, όπως η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών, η δουλεία, η παιδική εργασία, ο γάμος και η αγαμία, η αυτοχειρία, η ευθανασία, η φτώχεια, ο πλούτος, η αστική δικαιοσύνη, η τοκογλυφία, ο πόλεμος, η ειρήνη, η βία, η θανατική ποινή, η σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με άλλες θρησκείες του κόσμου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η επιστήμη, η τεχνολογία, το οικολογικό πρόβλημα. Η θεολογική επιτροπή δεν αναλώνεται σε μία στείρα ηθική διδασκαλία. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν θα είχε αντίκρισμα στα φλέγοντα κοινωνικά προβλήματα που αναζητούν λύσεις. Επίσης, δεν γενικεύει τα πράγματα, αλλά με πίστη και τόλμη εστιάζει σε κάθε κοινωνικό πρόβλημα, αποφεύγοντας την ίδια στιγμή τον ευσεβισμό και τις νομικίστικες διακηρύξεις. Το ορθόδοξο κοινωνικό ήθος βρίσκεται στη διδασκαλία του Χριστού. Αυτό τονίζεται στο κείμενο.
Εκείνο που καταφέρνει το κείμενο είναι το ξεδίπλωμα των κοινωνικών προβλημάτων, η έρευνα όλων των πτυχών τους και του αντίκτυπου τους στον άνθρωπο, στην κοινωνία, στο περιβάλλον και η κατάθεση προτάσεων. Όσο περίπλοκα κι αν είναι τα κοινωνικά θέματα, όσο κι αν η φύση τους δημιουργεί ηθικά διλήμματα, το κείμενο αρνούμενο να ευχηθεί την λύση των προβλημάτων, δίνει συγκεκριμένους δρόμους που θα οδηγήσουν στην λύση των ζητημάτων που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο και την κοινωνία. Με γλώσσα ίσως λίγο περισσότερο επιστημονική, εκεί που απαιτείται, δεν διστάζει να βγάλει την Εκκλησία στον δημόσιο διάλογο. Η Εκκλησία δεν αποτελεί την αλεπού της ιστορίας[9], αλλά βγαίνει στο παζάρι, στις αγορές και στις πλατείες, στον φυσικό της χώρο, στον χώρο απ’ όπου ξεκίνησε τη δημόσια δράση της και ενθαρρύνει τον διάλογο.
Το κείμενο δεν θυμίζει θεολογικά κείμενα που περιγράφουν και προτείνουν. Εξετάζει όλες τις παραμέτρους. Οι συντάκτες του χρησιμοποιώντας θεολογική και επιστημονική, όπου χρειάζεται, γλώσσα, καταφέρνουν να εκθέσουν με περισσότερο αντικειμενικό τρόπο τα πράγματα. Έχουμε να κάνουμε με ένα τολμηρό κείμενο, που ξεφεύγει από τα στενά θεολογικά πλαίσια. Δεν δειλιάζει να αναμετρηθεί ακόμη και με τον θεολογικό λόγο και να ρισκάρει ταυτόχρονα με τις αντοχές του κόσμου. Για παράδειγμα, στο ζήτημα της αυτοχειρίας, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχική ασθένεια και την συναισθηματική ευθραυστότητα των αυτοχείρων, σημειώνεται στο κείμενο πως ‘’η χριστιανική αγάπη υπαγορεύει ότι δεν θα πρέπει να αποκλειστεί κατ’ αρχήν η πλήρης εξόδιος ακολουθία και η εκκλησιαστική ταφή για τον άνθρωπο εκείνο, ο οποίος αφαίρεσε τη ζωή του’’[10]. Στο ζήτημα επίσης της θανατικής ποινής, το κείμενο προβάλλει τη συγχώρηση και τη συμφιλίωση, με πατερικές αναφορές. Παράλληλα, η Εκκλησία δεν αρκείται σε μία απλή διαπίστωση, αλλά ‘’παραπέμπει στην ευθύνη όλων των κυβερνήσεων την περιστολή βίας με κάθε τρόπο’’.
Στέκομαι σε δύο ακόμη παραδείγματα. Το ένα αφορά τον διαθρησκειακό διάλογο και τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με άλλες θρησκείες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν που ξεκίνησε το άνοιγμα στον κόσμο, κατά το πρότυπο της Α’ Αποστολικής Συνόδου (49 μ.Χ.). Οι πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριάρχη κινούνται με δυναμικό τρόπο προς μία τέτοια κατεύθυνση. Το Πατριαρχείο δεν φοβήθηκε να έρθει σε διάλογο με τον άνθρωπο κάθε εποχής, κοινωνίας, θρησκείας, αλλά εξακολουθεί να συνδιαλέγεται τόσο με τις υπόλοιπες χριστιανικές Εκκλησίες, όσο και με τις θρησκείες της υφηλίου, με επίγνωση, την ίδια στιγμή, της πραγματικότητας. Όπως σημειώνεται μάλιστα στο κείμενο, παρά τους διαλόγους ‘’αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε την ύπαρξη πολλών και ασυμβίβαστων διαφορών’’[11]. Το δεύτερο παράδειγμα βρίσκεται στο τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου και αναφέρεται στην επιστήμη. Το κείμενο δεν αρνείται την πρόοδο της επιστήμης και εκλαμβάνει τα λαμπρά επιτματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας ως ‘’ιδιαίτερα πολύτιμα δώρα τα οποία προέρχονται από τον Θεό’’[12]. Η Εκκλησία διαχωρίζει τη θέση της και στέκεται απέναντι στην επιστήμη, εκεί όπου προκύπτει ηθικό ζήτημα.
Μην περιμένει κανείς πως με την ανάγνωση του κειμένου θα βρει ηθικές επιταγές που θα δικαιολογήσουν την ανοχή στην ενοχή. Πρόκληση είναι η προσωπική τοποθέτηση μας απέναντι στα παραπάνω, μετά την ανάγνωση του κειμένου. Και αλήθεια, ποια η ευθύνη μας έναντι όλων αυτών; Οι συντάκτες του κειμένου, έχοντας βαθιά γνώση της θεολογικής οδού και εμφορούμενοι μιας άγιας ευαισθησίας που ερμηνεύει και μεταμορφώνει τα πράγματα, κατάφεραν να ανοίξουν τον δρόμο και να καταθέσουν καθαρές προτάσεις, προερχόμενες από τη ζωή της Εκκλησίας, μέσα από ξεκάθαρες τοποθετήσεις, χωρίς να πνίγουν τον αναγνώστη με διλήμματα και ευθύνες άλλων. Το κείμενο θεωρώ πως θα αποτελέσει ασφαλή πυξίδα, ώστε να ζήσουμε και να πορευτούμε σε έναν κόσμο όπου δεν είμαστε μόνοι. Σ’ έναν κόσμο με πολλά αδιέξοδα και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία υφίστανται επειδή ο άνθρωπος δεν αναφέρει την ύπαρξη του στον Θεό, ξεχνώντας ή αδιαφορώντας, την ίδια στιγμή, πως ο κόσμος στον οποίο ζούμε ζητάει επιτακτικά την επάνοδο του στο αρχικό κάλλος.
Οι συντάκτες του κειμένου με σεβασμό στον λόγο του Χριστού, των Πατέρων της Εκκλησίας και στην παράδοση της, προσφέρουν την λύση που έχει τις ρίζες της στο ‘’κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση’’. Πίστη που γεννά μία τεράστια ευθύνη. Την ευθύνη του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στον Θεό, τον συνάνθρωπο του, το περιβάλλον. Κι όλα αυτά σε μία σχέση ευχαριστιακή με ήθος ασκητικό όπως τονίζεται στο κείμενο. Η θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής μπορεί να μυήσει στον άνθρωπο στα παραπάνω. Δεν είναι θέμα θέσεων. Είναι πολλά παραπάνω από έκθεση προτάσεων. Είναι η ίδια η ευχαριστιακή της εμπειρία που γεννά τη βεβαιότητα πως ο κόσμος αυτός μπορεί να βιώσει με τρόπο εμπειρικό, τρόπο κοινωνίας την Βασιλεία του Θεού. Όχι με τρόπο ατομικό. Είναι δύσκολος ο δρόμος της ορθόδοξης θεολογίας. Δεν μπορεί να απέχει, μήτε να εξορκίζει τον έξω κόσμο. Χρειάζεται να συνομιλήσει μαζί του. Αλλιώς φοβούμαι πως θα συμβεί αυτό για το οποίο προειδοποιεί ο Γέρων Μητροπολίτης Περγάμου κ.κ. Ιωάννης Ζηζιούλας∙ η μετατροπή της σε ‘’γκέτο’’, έχοντας την ίδια τύχη κάθε ‘’σέκτας’’ στην ιστορία[13].
[1] Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς – Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πρόλογος.
[2] Χαιρετισμός τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τήν Ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησσίας Ρώμης κατά τήν Θρονικήν Ἑορτήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Φανάρι 30 Νοεμβρίου 2020).
[3] Γέροντος Χαλκηδόνος κυροῦ Μελίτωνος Χατζῆ, Κατηγορῶ τήν ὑποκρισίαν, Ομιλία στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών (8 Μαρτίου 1970).
[4] Ιω. 17, 11.
[5] Migne, P.G. 4, 137.
[6] Γέν. 1, 16.
[7] Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς – Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, §2.
[8] Ιω. 18, 36.
[9] Χρυσόστομος Σταμούλης, Τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2016, σ.15.
[10] §31.
[11] §55.
[12] §69.
[13] Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ιωάννου, Κόσμου Λύτρον, εκδ. Ευεργέτις, Μέγαρα 2014, σ. 244.