ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ   ΚΑΙ  Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

 

Του Θανάση Μουσόπουλου

   Άκουγα στα χρόνια της λεγόμενης Μεταπολίτευσης για το έργο του Πρόδρομου Μάρκογλου, διάβαζα σποραδικά δημοσιεύματά του. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω το 1981,  πριν σαράντα χρόνια στην Πάτρα, στο Συμπόσιο Ποίησης. Από τότε έχουμε κάποια επικοινωνία, ενώ παρακολουθώ το πλούσιο έργο του. Με την ευκαιρία των πρόσφατων δημοσιεύσεών μου για τη λογοτεχνική παράδοση της Καβάλας ξανασυναντώ τα κείμενά του, μελετώντας τα συνολικά.

  Αναφέρθηκα ήδη συνοπτικά για την παρουσία του στις δύο Ανθολογίες «Καβαλιώτες Ποιητές» (1983) και «Καβαλιώτες Πεζογράφοι» (1985), που πραγματοποιήθηκαν με την επιμέλεια του Διαμαντή Αξιώτη. Ο Μόσχος Οτατζής σε συνοπτικό κείμενο μιλά για την ως τότε ποίησή του για την οποία σημειώνει ότι «είναι μια ποίηση αυθεντική της κοινωνικής οδύνης». Δύο μικρά αποσπάσματα:

«Οι δρόμοι γέμισαν από παράφρονες / Τους έχουν κάνει τόσο μεγάλους και μακρείς / που δεν έχουμε πια κουράγιο να τους  περπατήσουμε».

«Στη ζωή μας υπερισχύει αυτό που δεν κατορθώνουμε να πλησιάσουμε».

  Στον τόμο για την Πεζογραφία της Καβάλας ανθολογούνται δύο κείμενά του: «Επεισόδιο» και «Τα γεγονότα ήταν προκατασκευασμένα». Στα διηγήματά του, όπως παρατηρεί ο Αλέξης Ζήρας παίζουν ρόλο οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, η πολιτική μισαλλοδοξία και το κλίμα εθνικοφροσύνης στην μετά τον πόλεμο περίοδο. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το πρώτο κείμενό του:

«Ο άλλος που πυροβόλησε έτρεξε στην ταβέρνα, μπήκε μέσα και πέρασε στην πίσω πλευρά, άνοιξε την τζαμωτή πόρτα του βάθους και βγήκε στον κήπο. Ο ταβερνιάρης και κανα-δυό πελάτες πάγωσαν με την παρουσία του Χίτη. Τον βρήκε  πεσμένο στη μέση της μικρής αυλής».

*

  Στο κείμενό μου θα επιχειρήσω μια συνολική προσέγγιση στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Πρόδρομου Μάρκογλου. Ξεκινούμε με ένα περιεκτικό εργοβιογραφικό σημείωμα.

   Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Το 1944 χτυπήθηκε από γερμανική χειροβομβίδα και έχασε το αριστερό του χέρι. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών. Εργάζεται σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από το 1971 ζει στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Καβάλα, το 1962, με την ποιητική συλλογή “Έγκλειστοι”. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές “Χωροστάθμηση”, Καβάλα, 1965, “Τα κύματα και οι φωνές”, Θεσσαλονίκη, 1971, “Το δόντι της πέτρας”, Θεσσαλονίκη, 1975, “Συνοπτική διαδικασία”, Θεσσαλονίκη, 1980, “Έσχατη υπόσχεση (1958-1978)”, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984, “Πάροδος Μοναστηρίου”, εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1989, “Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν”, εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1993, “Έσχατη υπόσχεση (1958-1992)”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996, “Ονείρων κοινοκτημοσύνη”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2002, 2016 Έσχατη υπόσχεση (ποιήματα 1958-2010), Ένεκεν, Θεσσαλονίκη  και τα πεζά “Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη”, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1980, “Σταθερή απώλεια”, διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1992, “Σπαράγματα”, νουβέλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997, “Διέφυγε το μοιραίον”, διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003, “Καταδολίευση”, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 2006, Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα (διηγήματα), Νεφέλη, 2011, Συντυχία (νουβέλα), Ένεκεν, Θεσσαλονίκη, 2014. Συμμετείχε με κείμενά του σε συλλογικούς τόμους.

  Συνεργάστηκε με τα περιοδικά ΑντίΕντευκτήριοΠαρατηρητήςΣκαπτή ΎληΤραμΥπόστεγο και την εφημερίδα Η Αυγή, γράφοντας ποίηση, πεζά και μικρά δοκίμια. Έχει ανθολογήσει το ποιητικό έργο του Ανέστη Ευαγγέλου.

  Επίσης έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1998, για το βιβλίο του “Σπαράγματα” και το 2004 έλαβε βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του “Διέφυγε το μοιραίον”.

*

    Συνεχίζουμε την προσέγγισή μας στο έργο του Πρόδρομου Μάρκογλου παρακολουθώντας τον γραμματολόγο Αλέξη Ζήρα που  στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη, 2007,σελ. 1338 – 9 αναφέρεται στο έργο του.

  Η πρώτη παρουσία του στα γράμματα είναι το 1958 με ποίημα που δημοσίευσε στην εφημερίδα  «Έρευνα» Καβάλας με το ψευδώνυμο Π. Μαρτάκος.

  Η ποίησή του είναι κοινωνικού προσανατολισμού, κυμαίνεται από τη μετεμφυλιακή απόγνωση και τη στέρηση ως το σχεδόν επικό φρόνημα της δεκαετίας του ’60 και εν μέρει του ’70.

   Στα πιο πρόσφατα ποιήματά του αναδεικνύεται ο δραματικός και ελεγειακός χαρακτήρα του αδιέξοδου ανθρωπιστικού οράματος. Ξεχωριστή θέση κατέχει το ερωτικό βίωμα.

  Η ασκητική ιδεολογική αγωγή του δεν αντιστρατεύεται την πλούσια λυρική φλέβα του ποιητή θρεμμένη από την ποίηση του Ρίτσου και τη δημώδη παράδοση.

  Με την πάροδο του χρόνου υποχωρεί το θερμό πολιτικό εμπειρικό υλικό, ενώ παρατηρείται μεταμόρφωση της γλώσσας: πυκνότερη και σκοτεινότερη, όμως πάντοτε με λιτή και κυριολεκτική έκφραση.

*

  Θα δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον δημιουργό που το 2013 σε «Αυτοσχόλια»  (στην εφημερίδα Αυγή) ανάμεσα στα άλλα λέει:

«Ανήκω στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, με συμβατικούς προσδιορισμούς, σ’ αυτούς που γεννήθηκαν κάπου μεταξύ 1930-1940 και πρωτοδημοσίευσαν κάπου μεταξύ 1951-1967, χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις. Τους ποιητές της γενιάς μου προσδιορίζει ο πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, αλλά η ωρίμανση αρχίζει μέσα στη μισαλλόδοξη περίοδο του μετεμφυλιακού κράτους που εδραιώνεται μετά την ήττα της Αριστεράς. Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας ακόμη εκεί έχει της ρίζες της. Οι ποιητές της γενιάς μου αναγκάσθηκαν, από τις συνθήκες, σε μια αναδίπλωση για να επιβιώσουν ακόμη και βιολογικά μέσα στην καθημαγμένη εποχή, μέσα στην ερήμωση, γι’ αυτό και δεν ομαδοποιήθηκαν, δεν δημιούργησαν κοινά εκφραστικά μέσα, κοινούς χώρους. Υπάρχουν σαν μοναχικές φωνές. Κοινό τους χαρακτηριστικό η στέρηση για τα πράγματα της ζωής, ένα αίσθημα μόνωσης, η τραγική αντίληψη του κόσμου. Δεν είχαν ποτέ το αίσθημα του κορεσμού, της σπατάλης, την πολυτέλεια του περιττού, δεν είχαν τίποτε δικό τους, ή είχαν πολύ αργά για να το απορρίψουν. Σε μια εποχή διάψευσης προσδοκιών και οραμάτων, θέλοντας να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους, αρνήθηκαν την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα με γνώση και δεν πήραν μέρος στην κοινωνική διαρπαγή της καινούργιας Εποχής.

  Ήταν λοιπόν μια εποχή με στερήσεις και αφανισμούς. Πλούσια όμως σε γεγονότα, σε ανθρώπινα αισθήματα και οράματα. Πλούσια σε συντροφικά βιώματα. Οι ποιητές της γενιάς μου σήκωσαν τις φτωχές τους λέξεις και πορεύτηκαν στην έρημο της Εποχής. Ακόμη πορεύονται».

  Λίγα χρόνια μετά, το 2016,  σε συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, στην ερώτηση σχετικά με τους ποιητές που τον επηρέασαν, λέγει:

«Τα διαβάσματά μου ήταν τυχαία, ό,τι έπεφτε στο χέρι μου. Μόνο το 1954 όταν κατέβηκα στην Αθήνα σαν φοιτητής και έμενα, κατά καλή μου τύχη, σε μια Φοιτητική Στέγη, βρήκα εκεί μια μεγάλη βιβλιοθήκη, όπου έπεσα «με τα μούτρα». Τότε διάβασα το Έγκλημα και τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που με συγκλόνισε. Και πάλι τα διαβάσματά μου ήταν τυχαία.

Απόκτησα κάποια συνείδηση των πραγμάτων όταν το 1956 στην Καβάλα ο ποιητής Γιώργος Στογιαννίδης μου έδωσε να διαβάσω βιβλία του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Μίλτου Σαχτούρη. Τότε λύθηκε ο κόμπος κι άρχισε να στάζει η γραφή των πρώτων στίχων, που είχαν κάτι προσωπικό».

  Θεώρησα πολύ σημαδιακό το ποίημα που θεωρεί ως το αγαπημένο του:

«Η πρώτη στροφή από το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου «Εις Σάμον». Μου το διάβαζε η μητέρα μου στην Κατοχή από ένα παλιό αναγνωστικό που είχε πέσει στα χέρια της. Κι ας είχε τελειώσει μόνον την τρίτη δημοτικού στην πατρίδα της, τη Σαμψούντα.

Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία».

*

    Θα κάνουμε έναν μικρό ποιητικό περίπατο με στίχους του Πρόδρομου Μάρκογλου, εικονογραφώντας αρχικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την ποίηση και το ρόλο του ποιητή.

α

Νύχτα γεμάτη σιωπή, σκοτεινό φως ανερμήνευτο
Καμιά αλήθεια δεν σε διαπερνά
Κι έτσι οι χρησμοί ποτέ δεν τελειώνουν

Με λέξεις σφιγμένες στα δόντια γράφω
Για τη διαρπαγή του αίματος και των ονείρων
Καθώς καμιά ανάγκη δεν διαρκεί πέρα απ’ την ηδονή
Επιθυμίες αρχέγονες ελπίζουν στη σωτηρία του κόσμου

Με χέρια άδεια από δωρεές γράφω

Νύχτα γεμάτη σιωπή, σαρκοβόρο φως ανερμήνευτο
Κάτω απ’ τα δέντρα περπατώ
Και στις φυλλωσιές ψιθυρίζει το άχρονο
Καθώς η λάμψη του φωτός πεπερασμένα ερμηνεύει τη φωνή μου
Στην ατέρμονη με παραδίνει κοινοκτημοσύνη του τίποτε.

Άσπρες φυσάει λέξεις, λευκές, η Σελήνη άγραφες.

β

Μα πάντα φθάνουν τα γεγονότα,
μας βρίσκουν απροετοίμαστους.
Σαρκοβόρα άνθη
στους κήπους, στους δρόμους,
στις δημόσιες πλατείες παράλογοι θάνατοι.
Υπάρχουν κάτι πρωινά
οι βρύσες μάς ποτίζουν αίμα
έτσι η δίψα δε σβήνει, ανάβει
κι η φρίκη μας ζώνει.
Μας ζώνει η φρίκη, μας ζαλίζει
δε βρίσκουμε την έξοδο
ή μας έχουν δώσει λανθασμένες οδηγίες,
στριφογυρίζουμε και μένουμε
στο δωμάτιο
με την άγνοια
ή την υποψία να υγραίνει τις παλάμες.

Και πάντα χωρίς έξοδο.

    Ο Πρόδρομος Μάρκογλου αγαπούσε τη φύση, τα σύμβολά του προέρχονται από τον φυσικό που συμπλέκεται με τον ανθρώπινο κόσμο.

γ

Τον πήρανε τα νερά
τον κουβαλάνε
οι σάρκες μουσκέψανε
έτοιμες να διαλύσουν
η φωνή του μόλις σηκώνει μικρές δίνες.

Μόνος
κι ένα πουλί λευκό
γαντζωμένο επίμονα στο στήθος
έξω από το νερό και την αίγλη του βυθού
περιμένει
στο χείλος του καταρράκτη
ψηλά να τον σηκώσει
απ’ τις μασχάλες
στον ουρανό.

    Όπως έχουμε αναφέρει κυρίαρχος είναι ο κοινωνικός / πολιτικός χαρακτήρας του έργου γενικά, όχι της ποίησης του Πρόδρομου Μαρκόγλου.

δ

Μετὰ τὴν ἔξαψη τῶν πρώτων ἡμερῶν
Τοὺς ὅρκους καὶ τὶς ἐπικλήσεις
Μὲ τὰ μοῦτρα πέσαμε στὰ παχιὰ κρέατα
Στὰ πλούσια κι εὔθυμα τραπέζια
Ὠραῖα τὰ κρασιά, τρυφερὲς οἱ γυναῖκες
Στὴν ἀγορὰ λίγο – πολὺ καλὰ πᾶν οἱ δουλιὲς
Τοῦ ποδοσφαίρου ἡ κουβέντα σίγουρη
Λαχνοὶ ἐξαγοράζουνε τὸ μέλλον
Ποῦ τώρα διεκδικήσεις κι ἀγῶνες

Λοιπὸν
ἄς βγάλουν ἄλλοι τὸ φίδι ἀπ’ τὴν τρύπα.

ε

    Κλείνουμε με ένα, κατά τη γνώμη μου, αριστούργημα:

Η ψυχή μας στα χέρια των κερδοσκόπων

Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.

Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
κ’ οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο-
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.
Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους, κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.

*

   Το 2004 στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (τ. 128, Δεκέμβριος 2004) ο Δημήτρης Κόκορης  δημοσίευσε την εργασία «Η λογοτεχνική πορεία του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου».  Δύο αποσπάσματα από το κείμενο αυτό θα παραθέσουμε το πρώτο για την ποίηση και το δεύτερο για την πεζογραφία του, θα το παραθέσουμε, αφού παρουσιάσουμε πρώτα  το πεζό έργο.

«Ο Μάρκογλου  διαμορφώνεται σέ μία άπό τίς άξιολογότερες φωνές  της μεταπολεμικής ποίησης καί ειδικότερα τής δεύτε-­
ρης μεταπολεμικής γενιάς, οτήν οποία γραμματολογι-­
κά έντάσσεται. Ή ποίηση του Μάρκογλου κατορθώ-­
νει νά συγκεράσει δημιουργικά βασικές ποιητικές τά­-
σεις, πού φάνηκαν καί στήν ποιητική παραγωγή των
έκπροσώπων τής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: Κοι-
νωνική – πολιτική φόρτιση καί υπαρξιακή ύφή, δοσμέ-­
νες μέ τούς έκφραστικούς τρόπους του μοντερνισμού.
‘Ενός μοντερνισμού πού δέν θεμελιώνεται στό άλογο
στοιχείο ή στή διανοητική σκοτεινότητα, άλλά καί
στό βαθύ συναίσθημα πού πηγάζει άπό τό βίωμα,
στό άπλό – λιτό λεξιλόγιο καί στήν εκδίωξη τής λυρι-­
κής πόζας.

Τό ποιητικό έργο του Μάρκογλου δέν είναι
άποκλειστικά κοινωνικό, άλλά άπό τήν άλλη, δέν
άνήκει στίς μονήρεις καί συλλογικά άτελέσφορες
ποιητικές καταθέσεις».

*

  Τη χρονιά που γνώρισα τον Πρόδρομο Μάρκογλου  1980 δημοσίευσε το πεζό κείμενο «Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος  του Ιωάννη», που καθόρισε την πορεία του. Ακολούθησαν διηγήματα, νουβέλες, μυθιστόρημα.  Θα  σταθούμε στη συλλογή διηγημάτων «Διέφυγε το μοιραίον» το 2003, για την οποία το 2004 έλαβε βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη).

  Παρουσίαση του βιβλίου:

«Οι άνθρωποι πρέπει να διαλέγουν το θάνατό με. Τα πεύκα. Η θάλασσα. Πράσινη και γαλάζια. Ο ήλιος. Η πόλη λιωμένο μέταλλο σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Τα δέντρα. Σιγή. Άρωμα Απρίλη. Το φεγγάρι σαν κιμωλία. Βουβοί. Σκυλιά αλυχτάνε στη νύχτα. Σειρήνες. Συναγερμοί. Βόμβοι αεροπλάνων. Καταφύγια στα βράχια. Σκοτάδι στα πεύκα. Συσκότιση. Πυροβολισμοί. Σαρώνει ο θάνατος. Πείνα. Σκοτάδι πικρό. Ερχόταν ο θάνατος σαν παγωμένος αγέρας… Έκλεινε μια δεκαετία με πολέμους, θανάτους, αίμα, πείνα, πόνο. Ένα αίσθημα εξευτελισμού και ταπείνωσης. Μια ανέκκλητη απώλεια. Μια έλλειψη συνέχειας του χρόνου. Μόνον με τη λογική, χωρίς αισθήματα, ίσως πρέπει να γίνει και πάλι μια αρχή. Κάτι να επιζήσει… Νύχτα. Ένα αίσθημα αλληλεγγύης και δικαιοσύνης με πλημμυρίζει. Βαθιά επιθυμία ν’ αντέξω. Μια πρόθεση μεταφυσική. Μια υπόσχεση σχεδόν ανέφικτη. Θέλω κάποτε να μιλήσω για όλους όσους δεν πρόλαβαν. Γι’ με που η γλώσσα με έφτασε μέχρι το ουρλιαχτό, μέχρι το κλάμα. Να μιλήσω, έστω, για μένα, αναγνωρίζοντας το πρόσωπό μου, αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο… Πρέπει, σκέφτηκα, να διαλέξουν οι άνθρωποι τη ζωή με».

Ὁ Μαυ­ρου­δῆς

Γυρνούσε όλη μέρα στους δρόμους. Στα σκουπίδια και τους μπαχτσέδες. Δεν μιλούσε, έβγαζε μόνον μικρές κραυγές. Ξυπόλυτος χειμώνα καλοκαίρι περπατούσε. Ποτέ δεν πείραξε άνθρωπο. Δεν άπλωνε το χέρι να ζητήσει. Οι γυναίκες του δίναν φαγητό και κάποτε ένα παλιό ρούχο. Ήταν εποχές που δεν περίσσευαν. Αέρας, ήλιος και βροχή χάιδευαν το κουρεμένο του κεφάλι. Τα βράδια κατέβαινε στο λιμάνι, στα μπλόκια, έπαιζε φυσαρμόνικα. Οι καπνεργάτες του δίναν καπνό να στρίβει τσιγάρα. Κανείς δεν γνώριζε από πού είχε έρθει. Τον φώναζαν Μαυρουδή.

Ύστερα χάθηκε. Πρώτες το πρόσεξαν οι γυναίκες, καθώς δεν βλέπαν τη σκιά του να πέφτει στους στενούς δρόμους, στους χαμηλούς τοίχους.

Ένα πρωί δεμένους χειροπόδαρα, τους πέταξαν στην πλατεία. Παλικάρια σχεδόν αμούστακα. Ένα γύρω στρατιώτες να τους φρουρούν. Χτυπημένοι. Με σχισμένα τ΄αποφόρια, μες στο αίμα. Κι ανάμεσά τους ο Μαυρουδής. Μεγάφωνα μεταδίδαν προτροπές και πατριωτικά άσματα. Εμβατήρια.

Να φτάνουν μάνες χαροκαμένες, να κλαίνε, να φτύνουν, να βρίζουν, να προτρέπουν τους φρουρούς να τουφεκίσουν τα κτήνη.

Κι άλλες μάνες να φτάνουν, χαροκαμένες, στα μαύρα τους τριμμένα ρούχα, να μένουν παράμερα, να δαγκώνουν τα μαντίλια, πνιγμένες στο κλάμα, να εκλιπαρούν για τα παιδιά τους, να εκλιπαρούν να προσφέρουν μια κουβέρτα, λίγο ψωμί στους συντριμμένους, να εκλιπαρούν και για τον Μαυρουδή που ήταν ορφανός και χαμένος.

Να φυσάει ο παγωμένος αέρας στους γονατισμένους, να πέφτει το χιόνι στα κορμιά τα ριγμένα».

  Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, παρουσιάζοντας στην Ελευθεροτυπία αυτό το βιβλίο το 2003 με τίτλο «Τα δύσκολα χρόνια 1940 – 1947», παρατηρεί  ότι «Οι αγριότητες των κατακτητών στη Θράκη και Στη Μακεδονία, το βαρύ κλίμα πριν από την απελευθέρωση, η καθημερινότητα της στέρησης μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού ενόσω παρατηρεί τον κόσμο να μεταμορφώνεται ραγδαία».

  Πρόσφατα ο Στέλιος Φώκος δημοσίευσε το άρθρο «ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ Το ήθος και η συνέπεια ενός κομμουνιστή ποιητή – Για τα 85άχρονα του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου» (Ριζοσπάστης 1-10-2020 σ. 23), όπου αναφέρει:

«Παρόν και παρελθόν αλληλοσημασιοδοτούνται διαρκώς κι από την αρχή στην ποίηση του Μάρκογλου, ή, σωστότερα, το παρελθόν με τους αγώνες, τα μεγάλα ιδανικά και την τελική διάψευση των ελπίδων είναι διαρκώς παρόν. Εκείνο, όμως, που αποτρέπει μια απελπισμένη εσωστρέφεια του ποιητή είναι η επιλογή του  να μιλήσει όχι εξ ονόματος του εαυτού του αλλά, πρώτα και κύρια, του κοινωνικού συνόλου, των ομοϊδεατών και συνανθρώπων του. Πρόκειται για τάση που θα χαρακτηρίσει όλη τη λογοτεχνική του διαδρομή:

« Θέλω κάποτε να μιλήσω για όλους όσους δεν πρόλαβαν.

Γι’ αυτούς που η γλώσσα τους έφτασε  μέχρι το ουρλιαχτό, μέχρι το κλάμα. Να μιλήσω, έστω, για μένα, αναγνωρίζοντας το πρόσωπό  μου, αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο» (Διέφυγε το μοιραίον, σελ. 167).

*

  Το 2009 δημοσίευσε  «Κείμενα μικράς πνοής»,  Κέδρος (ποιήματα και πεζά). Ένα κείμενο από τούτο το χαρακτηριστικό βιβλίο:

Ἡ συνάντηση

ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ ἀ­π’ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στὴν Κα­μά­ρα. Παίρ­νω τὴν Δη­μη­τρί­ου Γού­να­ρη. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ κου­ρα­στι­κὴ μέ­ρα, γε­μά­τη ἄγ­χος μὲ τὶς συ­ναλ­λα­γὲς στὴ δου­λειά, βι­ά­ζο­μαι νὰ φτά­σω μιὰ ὥ­ρα ἀρ­χύ­τε­ρα στὸ σπί­τι.

        Κό­βω λί­γο τὰ βή­μα­τά μου γιὰ νὰ ρί­ξω μιὰ μα­τιὰ στὶς φω­το­γρα­φί­ες στὴν προ­θή­κη τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ΑΝΑΤΟΛΙΑ.

        Ἔ­χω τὴν αἴ­σθη­ση πὼς κά­ποι­ος μοῦ κλεί­νει τὸ δρό­μο. Στα­μα­τῶ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Μι­λᾶ ἀγ­γλι­κὰ μὲ ξε­νι­κὴ προ­φο­ρά. Θυ­μί­ζει κά­τι με­τα­ξὺ Γερ­μα­νοῦ καὶ Ὀλ­λαν­δοῦ. Μοῦ ζη­τᾶ λί­γα χρή­μα­τα. Σὰν μιὰ ἐ­νί­σχυ­ση. Ξέ­μει­νε καὶ πρέ­πει νὰ φύ­γει γιὰ τὴν πα­τρί­δα του. Τοῦ λέ­ω πὼς ἔ­πρε­πε νὰ φρον­τί­σει νὰ μὴν μεί­νει χω­ρὶς χρή­μα­τα. Χα­μο­γε­λᾶ ντρο­πα­λά. Ψά­χνω τὶς τσέ­πες μου, τοῦ δί­νω τε­λι­κὰ ἑ­κα­τὸ δραχ­μές. Τοῦ εὔ­χο­μαι νὰ φτά­σει γρή­γο­ρα στὴν πα­τρί­δα.

        Μὲ κοι­τᾶ μὲ κά­ποι­α ἔκ­πλη­ξη. Μ’ εὐ­χα­ρι­στεῖ. Κα­θὼς κά­νω νὰ φύ­γω, ρω­τᾶ: «Καὶ πῶς χά­σα­τε τὸ χέ­ρι σας;» Γυ­ρί­ζω καὶ τοῦ χα­μο­γε­λῶ. «Τὸ 1944 χτυ­πή­θη­κα ἀ­πὸ γερ­μα­νι­κὴ χει­ρο­βομ­βί­δα.» Ἡ ἀ­μη­χα­νί­α του με­γα­λώ­νει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. «Δὲν φταί­ω ἐ­γώ», λέ­ει, βά­ζον­τας τὸ χέ­ρι στὴν καρ­διά του. «Καὶ βέ­βαι­α», τοῦ λέ­ω, «ἐ­σεῖς δὲν εἴ­χα­τε γεν­νη­θεῖ τό­τε ἀ­κό­μη, καὶ βέ­βαι­α δὲν σᾶς βα­ραί­νει κα­μί­α εὐ­θύ­νη». Στὸ πρό­σω­πό του, τώ­ρα, ὑ­πάρ­χει μιὰ ἀ­να­κού­φι­ση. Μοῦ δί­νει τὸ χέ­ρι του. «Εὐ­χα­ρι­στῶ καὶ σᾶς χαι­ρε­τῶ.» Τοῦ σφίγ­γω τὸ χέ­ρι. «Δὲν νο­μί­ζε­τε», τοῦ λέ­ω, «πὼς κά­ποι­οι πρέ­πει νὰ ἔ­χουν εὐ­θύ­νη;».

*

  Παραθέτω το δεύτερο απόσπασμα του Δημήτρη Κόκορη από  την εργασία του «Η λογοτεχνική πορεία του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου» για την πεζογραφία του:

«Ή πεζογραφική γλώσσα του Μάρκογλου συσσωματώνει ποιητικά στοιχεία καί αυτό γίνεται έμφανές άπό τό πρώτο
πεζογραφικό βιβλίο του, πού τιτλοφορείται «Ό χώρος
τής ’Ιωάννας καί ό χρόνος τού Ιωάννη» (1980). Τό
κείμενο χαρακτηρίζεται άπό μιά βαθιά έσωτερικότη-
τα, υπό τήν έννοια ότι δέν δίδεται ό κύριος ρόλος
στήν έκτύλιξη μιας πλοκής γεγονότων καί μόνο.
Πρωτεύουν οί σκέψεις καί οί λεπτές συναισθηματικές
άποχρώσεις. ’Εντοπίζεται, έπίσης ένας υψηλός βαθμός
δραματικότητας, ό όποιος στοιχειοθετείται καί άπό
τόν σκηνικό διάκοσμο τής άφήγησης, άλλά προπά-­
ντων άπό τίς έναλλαγές τών όμιλουσών φωνών (αφη-­
γητής, ’Ιωάννης, ’Ιωάννα)» [… ]

Ή ιδεολογική σκευή τής πεζογραφίας του Μάρκο-
γλου διαφαίνεται, δεν υπερτονίζεται – υποβάλλεται,
άλλά μέσα άπό τή διακριτική υποβολή καταφέρνει
καί έπιβάλλεται. Πρωτεύουν ή άνασύσταση τής βιω-­
ματικής καί αύτοβιογραφικής ύλης, η έστίαση οτίς
σωματικές, ψυχικές καί κοινωνικές πληγές, η ψηλά-­
φηση των καρπών τής μνήμης. Αυτά είναι πού οδη-­
γούν στή δημιουργία μιας εύχυμης καί συγκινησιακά
δονούσας γραφής, η όποια λειτουργεί καί δραστηριο­
ποιείται καί στό πλαίσιο τών «έπάλληλων διηγημά­
των», πού συγκροτούν τήν τελευταία μέχρι στιγμής
πεζογραφική κατάθεση τού συγγραφέα: «Διέφυγε τό
μοιραίον» (2003). Κοινή θεματική παράμετρος τών
κειμένων ό θάνατος, πού μερικές φορές άναστέλλε-
ται, άλλά είναι άδύνατον νά ματαιωθεί, έφόσον άπο-
τελεί τήν άναπόδραστη κατάληξη τής άνθρώπινης πορείας. ‘Ωστόσο, τό «μοιραίον», πού συμπίπτει μέ
τή λησμονιά καί τήν άδικαίωτη ύπαρξη, μπορεί νά
άποφευχθεί καί μέ τήν καλλιτεχνική δημιουργία (τό
έργο τέχνης μπορεί νά ζει, άκόμη καί όταν ό δη-­
μιουργός έχει κλείσει τό βιολογικό του κύκλο) καί μέ
τή βίωση μιας άγωνιστικής καί βασισμένης σέ
άνθρωπιστικές άξιες ζωής, έστω καί άν αύτή δέν τε-­
λεσφόρησε άπό υλικής πλευράς. Ή άφετηριακή πα­-
ράγραφος τού τελευταίου κειμένου («”Εξοδος») τού
βιβλίου συμπυκνώνει τό θεματικό ιστό τής λογοτεχνι-­
κής συνεισφοράς τού Μάρκογλου:

“Έκλεινε μιά δεκαετία μέ πολέμους, θανάτους, αίμα, πείνα, πόνο. Ένα αίσθημα εξευτελισμού και ταπείνωσης. Μια ανέκκλητη απώλεια. Μια έλλειψη συνέχειας του χρόνου. Χρόνος νεκρός. Μόνο με τη λογική, χωρίς αισθήματα, ίσως και έπρεπε νά γίνει καί πάλι μια αρχή. Κάτι να επιζήσει”».

*

Με το κείμενό μας αυτό προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το πλούσιο έργο του Πρόδρομου Μάρκογλου. Ελπίζω ότι δεν το προδώσαμε…

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021