ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ  ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ

 

Του Θανάση Μουσόπουλου

 

Ένας σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του Τριάντα, ο Γιώργος Θεοτοκάς, σε ένα δοκίμιό του παρατηρεί ότι ο συγγραφέας «Κατέχεται ξαφνικά από ορισμένα πρόσωπα […] πρόσωπα που σχηματίζονται μέσα του, αυθόρμητα […] Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να βγουν στο φως, να ζήσουν […] Τούτο το κατορθώνουν μόνο μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό έργο, που τα προβάλλει στον εξωτερικό κόσμο και ελευθερώνει έτσι το συγγραφέα από το βάρος τους» («Απαντήσεις σε δύο ερωτήματα – Γιατί γράφετε;» 1958, στο βιβλίο του «Πνευματική Πορεία», 1994, σελ. 297).

Διαβάζοντας τα πολλά και ωραία πεζογραφήματα του Θοδωρή Γρηγοριάδη, αναλογίστηκα όλα τα πρόσωπα που γέννησε ο συγγραφέας, τι πίεση τράβηξε. Σκέφτηκα όμως  ότι η ποίηση ήταν μια από τις αγάπες του νεαρού λογοτέχνη. Στη σειρά των κειμένων μου, μάλιστα, για τη λογοτεχνία της Καβάλας παρουσίασα τον τόμο «ΚΑΒΑΛΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ», Ανθολόγηση Διαμ. Αξιώτη, 1983. Ανάμεσα στους άλλους περιλαμβάνεται και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Παλαιοχώρι Παγγαίου 1956 – ). Λίγοι στίχοι του από τον τόμο:

«Δώδεκα μέρες χτυπάμε τις πόρτες / και σβήνουνε τα χαμόγελα / δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς ούτε πλασιέ / είμαστε σαν περιπατούντες επί κυμάτων / μέρες πολλές».

Για την πεζογραφία του μιλήσαμε σε προηγούμενα γραπτά μου. Στο κείμενο αυτό επιθυμώ να παρουσιάσω την ποίησή του. Εκτός από τον τόμο που ανέφερα, ποιήματά του βρήκα στο διαδίκτυο, στη σελίδα «Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Ποιήματα», αυτή είναι η πηγή μου.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στον Γιάννη Πανταζόπουλο (22.2.2020) με αφορμή το βιβλίο του «Το τραγούδι του πατέρα», ο Γρηγοριάδης είναι πολύ αποκαλυπτικός και ειλικρινής.  Στην ερώτηση: «Γράφετε για εσάς από εσωτερική ανάγκη ή για τους αναγνώστες;», απαντά:

«Και για τα δύο. Ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο δεκατεσσάρων ετών και μετά μικρές ιστορίες. Το υλικό μου σε χειρόγραφα σημειωματάρια είναι τεράστιο. Έγραφα από ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, είχα εφεύρει έναν φανταστικό φίλο, τον Frank, στον οποίον απευθυνόμουν στο ημερολόγιο, αρχίζοντας «Αγαπητέ Φρανκ». Το όνομα το εμπνεύστηκα από την Άννα Φρανκ, όταν διάβασα στα δεκαπέντε μου το ημερολόγιό της. Στο πανεπιστήμιο, στη Θεσσαλονίκη, διάβαζα ποιήματα και ιστορίες μου σε συμφοιτητές μου, ήμουν μέλος της Φοιτητικής Ομάδας Θεάτρου – Κινηματογράφου, του ΦΟΘΚ, κι έτσι ξεθάρρεψα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου αναγνώστες, οι φίλοι μου, και μετά έστελνα διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά».

*

Τα ποιήματα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανάγονται στη δεκαετία 1977 – 1987. Η πρώτη ομάδα ποιημάτων φέρουν τον τίτλο «Λογοδοσμένοι».  Είναι  τα φοιτητικά χρόνια που αποτυπώνονται στους στίχους του:

 Τι λύπη για σένα σαν  / στέκεσαι στα πρακτορεία / υπεραστικών λεωφορείων

με γεύσεις εμετού από πρωινά  / ροφήματα και βουτήματα  / ειδικά στο πρακτορείο Ευρυτανίας  / ή Κομοτηνής  / σαν περιφέρεσαι  / μου αδειάζεις τα μάτια /                   μου στερείς τα τοπία

Η ευαισθησία του δημιουργού έχει την τάση να εκφράζεται σύντομα:

αμάν αυτά τα ντέρτια / αυτά τα κουνήματα

Ρόζα Εσκενάζυ / Roxy Music

  Το 1979, στην ομάδα «Σύντομα ποιήματα», η τάση για ολιγόστιχα ποιήματα παγιώνεται.

τηλέρωτας

εγώ εδώ / εσύ εκεί

σχέδιο για μια αγάπη και αναχώρηση

υγρασία-λιτανεία της

βροχής

Και φτάνουμε στο 1987, στη σειρά ποιημάτων «Μαθήματα Ιστορίας», τόπος γραφής Ξάνθη. Παραθέτω δύο δείγματα:

Μάθημα Ιστορίας – Δεύτερο

Στη μάχη του Σιτοχωρίου / οι εχθρικές δυνάμεις αποβιβάσθηκαν / σε μέρη όπου οι ηδονές οδοφράγματα

είχανε στήσει και οι πολεμιστές / -κορμιά δοσμένα, λεία και λάφυρα- / με σαλπιγκτές σοδομιστές και

σαδιστές συνεπλάκησαν.

Αυτήν την μάχη λογόκριναν / ακαδημαϊκοί πατέρες

μην τάχα τα καλά μας δεν φορέσαμε / σ’ εκείνη δα την μάχη

που κερδισμένοι άνδρες / βγήκαμε.

Παράβαση

Ο καρνάβαλος θα τελειώσει / ανάμεσα σε νέον μαγαζιά

κι αγροτικές λιτανείες. / Στο τέλος της πομπής

αφήστε με / να σέρνω / τα / πόδια μου

αφήστε με / τα πάθη μου / ενώπιόν σας

να εκθέσω.

(Σε επόμενο κείμενο θα παρουσιάσω πεζά κείμενα του Θ. Γρηγοριάδη).

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021

Περιοχή συνημμένων