100 χρόνια από την υπογραφή της Σύμβασης
για την Ανταλλαγή των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών
30 Ιανουαρίου 1923-30 Ιανουαρίου 2023
Η Σύμβαση για την Ανταλλαγή Πληθυσμών, που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, είναι μέρος της συνθήκης της Λωζάννης που υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1923. Στην πόλη αυτή ης Ελβετίας, αντιπροσωπείες της Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας, με «φιλική» συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, Σοβιετικής Ένωσης και η Βουλγαρίας, διαβουλεύτηκαν επί οκτώ μήνες προκειμένου να διευθετηθούν όλα τα εκκρεμή θέματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το επείγον ανθρωπιστικό πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης υπήρξε ένα από τα πρώτα θέματα στην ημερήσια διάταξη της Συνδιάσκεψης Ειρήνης που ξεκίνησε τις εργασίες της στη Λωζάννη της Ελβετίας στις 21 Νοεμβρίου 1922, κατ άλλους στις 7 Νοεμβρίου 1922.. Μετά την ήττα της Ελλάδος στον Μικρασιατικό Πόλεμο, ο ελληνισμός της Ανατολής είχε αφεθεί απροστάτευτος στο έλεος του τουρκικού εθνοθρησκευτικού φανατισμού.
Το αποκορύφωμα του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» αποτέλεσε το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που υπογράφθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923, το οποίο στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης δυνάμει του άρθρου 142 της τελευταίας.
Βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του Νορβηγού Φρίντχοφ Νάνσεν, αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, και υπογράφηκε δύο μόλις μήνες από την έναρξη της συνδιάσκεψης, από τους εκπροσώπους των δύο ενδιαφερομένων κρατών τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού και τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Αυγούστου του 1923, οπότε επικυρώθηκε από τις δύο χώρες.
Η ελληνοτουρκική Σύμβαση Ανταλλαγής αποτελεί μια πρωτοφανή ρύθμιση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς βάσει αυτής εκπατρίστηκαν αναγκαστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και με μοναδικό κριτήριο της θρησκεία, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι –πάνω από 1,2 εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί και 600.000 μουσουλμάνοι.
Στην παγκόσμια Ιστορία η Σύμβαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών της Ελλάδας και Τουρκίας είναι το μοναδικό παράδειγμα Αν και η ανταλλαγή πληθυσμών δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο (οι βαλκανικές χώρες είχαν υπογράψει συμφωνίες αμοιβαίας μετανάστευσης μειονοτήτων –π.χ. Συνθήκη του Νεϊγί [1919] μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας-, που αφορούσαν μετακινήσεις μερικών χιλιάδων ανθρώπων από συνοριακές περιοχές), ποτέ όμως πριν και μετά την ελληνοτουρκική Σύμβαση Ανταλλαγής δεν έγινε μια τόσο μαζική και υποχρεωτική μετανάστευση πληθυσμών.
Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης που με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε στη διάσκεψη ο πρόεδρος της λόρδος Κorzon ήταν 390.000 επί συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης 1.000.000 , όλοι εγκατεστημένοι εκεί πριν την 30/10/1918 , οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου (12.000) και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (περίπου 100.000)
Ο εκπατρισμός, βέβαια, του ελληνικού στοιχείου είχε συντελεστεί νωρίτερα. Ήδη πολύ πριν από την θλιβερή κατάληξη του Μικρασιατικού Πολέμου, τον Σεπτέμβρη του ’22, πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια, την Aνατολική Θράκη και τον Πόντο είχαν καταφύγει στην Ελλάδα.
Στην ουσία για την ελληνική πλευρά η Συμφωνία Ανταλλαγής δεν ήταν παρά η επισημοποίηση της πραγματικότητας και αφορούσε κυρίως τους εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας.
Οι ανταλλάξιμοι έλληνες το 1923 ήταν η μικρότερη ομάδα, 189.916. Οι Τούρκοι οι οποίοι αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό ήταν 355.635( κάποιοι είχαν επίσης αποχωρήσει πριν) και η έξοδός τους ήταν πιο οργανωμένη.
Ο Βενιζέλος, που είχε κληθεί από την κυβέρνηση (Στ. Γονατά) να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, έβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών (στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, το 1919, είχε προτείνει μια ανταλλαγή, σε εθελοντική όμως βάση) ως λύση ρεαλιστική για την Ελλάδα, καθώς, εφόσον στην Ανατολία είχε απομείνει ένας ελληνικός πληθυσμός γύρω στα 200.000 άτομα, η ανταλλαγή αφορούσε τη μετακίνηση 400.000 ατόμων τουρκικού πληθυσμού προς την Τουρκία, πράγμα που θα έδινε χώρο και ακίνητα για την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα.
Το πόσο ειδεχθής και αποτρόπαιη ήταν η απόφαση της μαζικής αυτής μετακίνησης πληθυσμών φαίνεται και από το γεγονός ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη της ιδέας και προσπαθούσαν να τη ρίξουν ο ένας στον άλλο, γιατί «δεν υπήρχε ούτε νομική ούτε ηθική βάση για να υποστηρίξουν την ολική και υποχρεωτική ανταλλαγή», όπως σημείωνε αργότερα ο νομικός Στυλιανός Σεφεριάδης (πατέρας του Γιώργου Σεφέρη), που παρακολουθούσε τις εργασίες της Συνδιάσκεψης.
«Η σύμβαση της ανταλλαγής», έλεγε, «είναι η πιο απεχθής συμφωνία που υπογράφηκε ποτέ από πολιτισμένα κράτη. Κατά την άποψή μου θα έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, επειδή ήταν αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και στο Καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά και επειδή παραβίαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Οι άνθρωποι δεν είναι ζώα, ώστε να μπορεί κάποιος να τα θυσιάζει, να τα πουλάει, να τα παραχωρεί ή να τα ανταλλάσσει».
Ο Βρετανός πολιτικός και πρωθυπουργός Loyd George με σφοδρότητα κατήγγειλε τη συνθήκη : «ως κορύφωση της αδικίας και μέγιστο κακό για ολόκληρη την ανθρωπότητα»
Η ανταλλαγή δεν βασίστηκε πάνω στο κριτήριο της εθνότητας αλλά στο κριτήριο του θρησκεύματος που για την Τουρκική πλευρά αποτελούσε κριτήριο εθνότητας. Ούτε επέτρεπε το κριτήριο του αυτοπροσδιορισμού. Το κριτήριο επιβλήθηκε.
Στο άρθρο 1 της Σύμβασης διαβάζουμε:.
«Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών
εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών.
Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της
Ελληνικής Κυβερνήσεως.»
Η εθνική συμφορά του 1922 είχε ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν βίαια, εγκαταλείποντας μαζί με τις περιουσίες τους, τον πολιτισμό και τα ιερά τους και τερματίζοντας την τρισχιλιόχρονη δημιουργική παρουσία τους εκεί. Ο ελληνισμός της καθ’ ημάς Ανατολής με τους ευρείς ορίζοντες, μέσα σε λίγες μέρες συρρικνώθηκε εδαφικά στον περιορισμένο ελλαδικό χώρο.
Από τον 8ο αιώνα π.Χ. η παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. Το μαρτυρούν ο πλούτος των μύθων, αργοναυτική εκστρατεία–χρυσόμαλλο δέρας- αμαζόνες, Προμηθέας, κ.α., οι καταγραφές ιστορικών, Ξενοφών –«θάλαττα- θάλαττα», Όμηρος– «Τρωϊκός Πόλεμος» τα ονόματα δεκάδων πόλεων σε κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας και τα ερείπια αρχαίων ελληνικών πόλεων, Τροία–Έφεσος-Μίλητος-Τραπεζούντα, κ.α. όπου τα πεσμένα στο έδαφος μάρμαρα με τις λαξευμένες επιγραφές «αντιστέκονται» στην προσπάθεια σφετερισμού της καταγωγής τους.
Ο ελληνισμός παρέμεινα εκεί, στην γενέθλια γή του, παρά τις τρομερές «τρικυμίες» που συντάραξαν τους τόπους εκείνους στο πέρασμα των αιώνων. Η Μικρά Ασία υπήρξε θερμοκήπιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Τόποι που οικοδόμησαν Ορθοδοξία με τους δεκάδες Αγίους και οσιομάρτυρες
Η συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε ένα ορόσημο για τον Ελληνισμό, ο οποίος αφού δολοφονήθηκε μαζικά, στον Πόντο, στη Θράκη, την Καππαδοκία, την Ιωνία, όσοι Έλληνες παρέμειναν και παρότι προστατευόταν από τη Συνθήκη αυτοί διώχθηκαν ξανά. Σήμερα πια δεν έχουν παρά λίγοι Έλληνες στην Τουρκία για να θυμίζουν τη Λωζάννη, και κάποιες χιλιάδες Έλληνες μουσουλμάνοι στον Πόντο, οι οποίοι κατά τραγική τύχη δεν είχαν συμπεριληφθεί στις διαπραγματεύσεις.
Η συντριπτική πλειονότητα του προσφυγικού πληθυσμού, δηλαδή 638.253 άτομα (ποσοστό 53%), εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία, αρχικά κυρίως στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Η βίαιη αναγκαστική μετανάστευση των περισσοτέρων Ελλήνων προσφύγων μετέβαλε τον εθνικό χαρακτήρα ολόκληρων επαρχιών.
Η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε ένας άθλος. Ένας άθλος αδιανόητος για οποιοδήποτε πλούσιο σημερινό κράτος. Στην Πατρίδα μας η υποδοχή των ξεριζωμένων αδελφών μας έγινε με τόσο φυσικό και αβίαστο τρόπο που δεν θεωρήθηκε επίτευγμα και αγνοήθηκε ακόμη και από τους επίσημους έλληνες ιστοριογράφους και τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων.
Καθόλου κολακευτική δεν ήταν η συμπεριφορά πολλών γηγενών κατοίκων απέναντι στους πρόσφυγες. Μια λογική ερμηνεία του αρνητικού κλίματος της εποχής εκείνης μας δίνει ο πρώην πρωθυπουργός Π. Κανελλόπουλος: «Το πολιτικό πάθος, οι κομματικοί φανατισμοί έκαναν μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, που είχε από το 1915 διχασθεί, να μην αντικρύσει με συμπάθεια τους “πρόσφυγες”, όταν τα αδυσώπητα κύματα της Ιστορίας τους έριξαν επάνω στα βράχια της Ελλάδος. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Αν και ήμουν τοποθετημένος οικογενειακά στη μερίδα εκείνη, δεν συμμερίσθηκα ούτε στιγμή και ξέρω πολύ καλά, ότι και πολλοί άλλοι της ίδιας “παρατάξεως” δεν συμμερίσθηκαν – την αθέλητη αυτή διαστροφή, που έχει, ωστόσο, την ιστορική της εξήγηση»
Πολύ παραστατικά περιγράφει τη συμπεριφορά των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες ο μεγάλος λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης, Γιώργος Ιωάννου: «Οι εδώ πληθυσμοί, οι ντόπιοι, οι εντός των ορίων του ελεύθερου κράτους γεννημένοι και εγκαταστημένοι δε δέχτηκαν καθόλου μ’ ευχαρίστηση τους πρόσφυγες. Τους είδαν σαν ορδές, που ήρθαν να τους πάρουν γη, σπίτια και δουλειές. Αυτά τα αισθήματα αναπτύχθηκαν κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, Θεσσαλονίκη ειδικότερα, όπου κατέφυγε το μεγαλύτερο μέρος της προσφυγιάς και όπου η πρόσφατη αποχώρηση των τουρκικών πληθυσμών είχε αφήσει αμύθητες ακίνητες περιουσίες. Τις περιουσίες αυτές, τις ροκάνιζαν ήδη και ετοιμάζονταν να τις αποχωνέψουν οι εντόπιοι, οι δυτικομακεδόνες, οι διάφοροι δήθεν μακεδονομάχοι και οι παλαιοελλαδίτες αξιωματικοί, χωροφύλακες, δημόσιοι υπάλληλοι – με ένα λόγο οι ελευθερωτές. Όλοι αυτοί λύσσαξαν με τους πρόσφυγες, τους φτωχούς και ελεεινούς κυρίως τους απομάκρυναν, τους έκλεισαν κατάμουτρα τις πόρτες, τους γκετοποίησαν, τους απομάκρυναν κοινωνικά και προπαντός προσπάθησαν να τους συντρίψουν ψυχικά»
Σήμερα η Ελλάδα είναι υπερήφανη για το αδικημένο κομμάτι του ελληνισμού που δέχτηκε στους κόλπους της: «Κατέχομαι από θαυμασμό για τη δημιουργική δραστηριότητα των ξεριζωμένων σε όλους τους τομείς, για την προσφορά των προσφύγων στην οικοδόμηση μιας πιο μεγάλης και πιο φωτεινής Ελλάδος» γράφει ο πολιτικός Κ. Καλλίας.