Α΄ Κυριακή Νηστειών: Κυριακή της Ορθοδοξίας

Μερικές σκέψεις

 

Η πρώτη Κυριακή των Νηστειών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ευρέως γνωστή ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας και ως ανάμνηση του γεγονότος της Αναστήλωσης των Ιερών Εικόνων, το οποίο σήμαινε το τέλος της Εικονομαχίας, μίας εμφύλιας διαμάχης, που ταλαιπώρησε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία του 8ου και 9ου αι. μ.Χ..

Συγκεκριμένα η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα συγκάλεσε μετά από διεργασίες ενός έτους το 843 μ.Χ. μία τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ουσιαστικά επικύρωσε τα πρακτικά και τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (787 μ.Χ., πρωτεργάτης της Συνόδου αυτής υπήρξε η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία) και αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων. Έτσι, μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου, έγινε στο ναό Της Του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη η επίσημη λειτουργία, στις 11 Μαρτίου 843, την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής. Ως ανάμνηση του γεγονότος αυτού εορτάζεται το γεγονός αυτό την πρώτη Κυριακή των Νηστειών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Τι ήταν, όμως, αυτή η Εικονομαχία; Πάνω από 100 χρόνια ταλαιπώρησε την καθημερινή ζωή της αυτοκρατορίας και το κυριότερο χύθηκε αίμα αδερφικό όχι από αλλόδοξο ούτε από αιρετικό, αλλά από ομόδοξο!!! Είναι δεδομένο ότι τόσο οι Εικονομάχοι όσο και οι Εικονολάτρες πίστευαν με θέρμη στο θείο. Απλά μ’ ένα άκομψο τρόπο, δυσνόητο και άγαρμπο ακόμη εξέφρασαν τις πεποιθήσεις τους με αποτέλεσμα να ταλανιστεί η Αυτοκρατορία από μία άνευ ουσίας αιματοχυσία!

Η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται πλέον ότι κατ’ επίφαση ονομάστηκε η περίοδος αυτή ως “Εικονομαχία”. Οι εικόνες ήταν η αφορμή, αυτά τα έργα τέχνης “πλήρωσαν τη νύφη” για μια διαμάχη που αφορούσε ουσιαστικά την Εκκλησία και το Κράτος. Στο σχολικό βιβλίο της Ιστορίας της Β΄ Λυκείου αναφέρονται δύο πηγές σχετικά με τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Σε επιστολή του Λέοντος Γ΄ προς τον πάπα Γρηγόριο Β΄ γίνεται αναφορά στα επιχειρήματα των εικονομάχων: «Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα. Πληροφόρησέ με ποιος μας άφησε ως κληρονομιά αυτήν την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού». Από την άλλη πλευρά ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του «Περί εικόνων» τάσσεται υπέρ της λατρείας των εικόνων «Προσκυνώ και σέβομαι το Σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και το σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι βασάνισαν και ύβρισαν και τέλος σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανο του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων. Πώς λοιπόν, να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη, είναι φανερό. Διότι, αν καταστραφεί το σχήμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, το ρίχνω στη φωτιά να καεί. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν καταστραφεί».

Στις αρχές του 8ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει τον αραβικό κίνδυνο. Οι Άραβες πολιόρκησαν στενά τη Βασιλεύουσα (717-718) και παραλίγον θα έπεφτε, αλλά η ηρωική αυτοθυσία των υπερασπιστών της απέτρεψε το ενδεχόμενο αυτό. Ιστορικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος επισημαίνουν ότι σκοπός των Αυτοκρατόρων Μονομάχων ήταν να πάρουν τη Δημόσια Εκπαίδευση από τα χέρια των Μοναχών. Ο Ουσπένσκι επισημαίνει ότι την εποχή εκείνη η θέση των μοναστηριών ήταν αφύσικη. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η εκτεταμένη εξέλιξη του μοναχισμού και η γρήγορη ανάπτυξη των μοναστηριών ερχόταν σε σύγκρουση με τα “κοσμικά” συμφέροντα του βυζαντινού κράτους. Δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός υγειών νέων αφιερωνόταν στην πνευματική ζωή, η Αυτοκρατορία έχανε απαραίτητες για το στρατό, τη γεωργία και τη βιομηχανία δυνάμεις. Ο μοναχισμός και τα μοναστήρια χρησιμοποιούνταν συνήθως ως καταφύγιο, για όσους επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τα καθήκοντά τους έναντι στο κράτος και ως εκ τούτου πολλοί καλόγηροι δεν ήταν άνθρωποι που αποσύρθηκαν από τον κόσμο κινούμενοι από μια ειλικρινή επιθυμία ν’ ακολουθήσουν ανώτερα ιδανικά. Από την άλλη μεριά, αυτοί που υποστήριζαν τις εικόνες, οι Εικονολάτρες, δε λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα που παρουσίαζε η εικόνα, αλλά την ίδια την εικόνα ή το υλικό από το οποίο είχε κατασκευαστεί. Πολλοί έφταναν στο σημείο να κάνουν χρήση ξυσμάτων από τα υλικά των εικόνων που τα διέλυαν στο νερό. Οι πράξεις αυτές σκανδάλιζαν πολλούς πιστούς, στους οποίους η λατρεία αυτή των άψυχων αντικειμένων φαινόταν πολύ συγγενική με τη λατρεία των ειδωλολατρών. Το τέλος της Εικονομαχίας αρχικά με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και στη συνέχεια με τη Σύνοδο του 843 μ.Χ. έβαλε τέλος και σε αυτό το σημείο ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού.

Η σύγχρονη έρευνα αναζητά τις ρίζες της Εικονομαχίας στο πνευματικό πεδίο. Οι ανεικονικές αντιλήψεις των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών του βυζαντινού κράτους στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι η απεικόνιση του θείου με ανθρώπινη μορφή δε συμβιβάζεται με το χαρακτήρα του Χριστιανισμού ως καθαρά πνευματικής θρησκείας. Επίσης εκφράζει την αντίθεσή τους, που επηρεάζονταν από το Ισλάμ, προς τις υπερβολικά εξωστρεφείς τάσεις των δυτικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Στις ανατολικές επαρχίες ήταν γεννημένοι οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες. Δεν υπήρξαν ποτέ άπιστοι, αλλά ειλικρινείς και εκ πεποιθήσεως πιστοί κι επιθυμούσαν να αποκαθάρουν τη θρησκεία από τα σφάλματα εκείνα που την είχαν παγιδεύσει και που την εξέτρεπαν από την πραγματική της πορεία. Θεμέλιο της εικονομαχικής πολιτικής ήταν “μαζί με τον Θεό για τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους και την υπεράσπιση της πατρίδας”.

Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στη μονογραφία της «Η πολιτική ιδεολογία του Βυζαντινού Κράτους» σημειώνει «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γινόταν όλο και πιο φανερό, ότι η σωτηρία της Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους αγροτικούς πληθυσμούς του εσωτερικού της Μ. Ασίας Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι η εικονομαχική πολιτική, που ήταν εντελώς αντίθετη σ’ ότι θύμιζε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την παλιά ιδεολογία, θα μπορούσε να συμφιλιώσει την Κωνσταντινούπολη με τους αγροτικούς πληθυσμούς της ανατολικής Μ. Ασίας, που εξαθλιωμένοι και πάμφτωχοι αποζούσαν από τη γη, που τώρα όφειλαν να υπερασπίσουν από τους επιδρομείς».

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ε., Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αθήνα 2010.
  2. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Γιατί το Βυζάντιο. Αθήνα 2012.
  3. Καραγιαννόπουλος, Ι., Το βυζαντινό κράτος. Θεσσαλονίκη 1996.

 

Dr. phil. Κωνσταντίνος Ι. Ζωγραφόπουλος

Ιστορικός-Βυζαντινολόγος

ΠΕ02 Εκπαιδευτικός – Μειονοτικό Γυμνάσιο Λύκειο Ξάνθης