Οι διακοπές στα ελληνικά νησιά δεν μπορούν και δεν πρέπει να καταντήσουν ταξικό προνόμιο
Η λογική «αν δεν μπορούν να πάνε στα νησιά, ας πάνε στα βουνά» στερείται σοβαρότητας, αγγίζοντας τα όρια του κυνισμού
Τα τελευταία χρόνια οι διακοπές στα ελληνικά νησιά έχουν γίνει δυστυχώς μια ιδιαίτερα ακριβή υπόθεση τουλάχιστον για αυτό που λέμε «μέση ελληνική οικογένεια».
Τα ακτοπλοϊκά και αεροπορικά εισιτήρια έχουν ακριβύνει, όπως και τα καταλύματα, αυξήσεις που έρχονται να προστεθούν στο ήδη δυσβάσταχτο για πολλούς οικογενειακούς προϋπολογισμούς κόστος ζωής.
Γι’ αυτό και οι στατιστικές δείχνουν ότι μεγάλο μέρος του εγχώριου τουρισμού κατευθύνεται σε προορισμούς της ενδοχώρας, όπου το κόστος μετακίνησης είναι μικρότερο, τα καταλύματα φτηνότερα και μεγαλύτερη η πιθανότητα να εξασφαλιστεί διαμονή σε ένα φιλικό ή συγγενικό σπίτι.
Είναι και αυτό άλλο ένα σημάδι ότι πίσω από τη γενική εικόνα «ανάπτυξης», υπάρχει μια αντιφατική πραγματικότητα. Αυτό που συχνά περιγράφουμε ως «οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν».
Μόνο που είναι προφανές ότι με αυτή την πραγματικότητα δεν μπορούμε και δεν πρέπει να συμφιλιωθούμε.
Δηλαδή, εάν φτάσουμε σε μια συνθήκη όπου μια ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά το να πάει ούτε για ολιγοήμερες διακοπές σε ένα νησί των Κυκλάδων, είναι σαφές ότι θα μιλάμε για ένα μεγάλο πισωγύρισμα.
Θα είναι σαν να έχουμε φτάσει σε μια συνθήκη όπου πλέον ο ταξικός διαχωρισμός θα γίνει ακόμη πιο βαθύς και απόλυτος με νέα κατηγοριοποίηση: Αυτούς που μπορούν να πάνε διακοπές όπου θέλουν εντός της χώρας και αυτούς που δεν μπορούν να πάνε όπου θέλουν εντός της χώρας (το επαναλαμβάνω το «εντός» για να μη θεωρηθεί ότι μιλάω για τίποτα… μακρινούς προορισμούς).
Γι’ αυτό και μου φάνηκε τουλάχιστον εκνευριστικό ότι βγήκε μια υφυπουργός της κυβέρνησης, η Σοφία Βούλτεψη και ούτε λίγο ούτε πολύ είπε ότι «οι άνθρωποι βρίσκουν διεξόδους. Μπορεί να πάνε στο χωριό και στην ενδοχώρα και όχι στα νησιά που είναι ακριβά».
Δηλαδή, δεν χάλασε και ο κόσμος εάν ουσιαστικά σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας είναι οικονομικά αποκλεισμένο από το να επισκεφτεί περιοχές εντός της χώρας.
Και μην με παρεξηγήσετε: προφανώς και υπάρχουν εξαιρετικοί προορισμοί σε όλη την Ελλάδα και δεν είναι απαραίτητο να πάει κανείς στα νησιά για να απολαύσει όμορφα τοπία και διακοπές. Αρκεί αυτό να αποτελεί επιλογή του και όχι να γίνεται αναγκαστικά λόγω ενός ιδιότυπου «face control» με αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια στην… μπουκαπόρτα του πλοίου.
Ούτε προσπερνώ τη συζήτηση που λέει ότι είναι αναγκαίο να κατανεμηθεί πολύ πιο ομαλά ο τουρισμός στη χώρα μας, ώστε να μην έχουμε όλα τα προβλήματα του υπερτουρισμού στα νησιά μας. Όχι όμως καθιστώντας «απαγορευμένη ζώνη» για μεγάλο μέρος της κοινωνίας τα νησιά, αλλά μέσω σχεδιασμού, κινήτρων, αποτελεσματικής τουριστικής πολιτικής.
Αυτό που λέω είναι ότι είναι σοβαρό πρόβλημα εάν στη χώρα μας αποτελεί «ταξικό κατώφλι» το εάν μπορείς να πας στην Πάρο για διακοπές.
Δείχνει ότι διαμορφώνονται νέες μορφές ανισότητας και κατηγοριοποίησης των πολιτών.
Γι’ αυτό και είναι πολύ προβληματικό να έρχεται ένα μέλος της κυβέρνησης και να λέει επί της ουσίας ότι «δεν χάλασε κι ο κόσμος». Γιατί με τέτοιες αντιλήψεις και υπεραπλουστεύσεις που φλερτάρουν με τον λαϊκισμό, μειώνεται επικίνδυνα η απόσταση ασφαλείας και από το «δεν χάλασε και ο κόσμος να μην πας μια χρονιά διακοπές», μια ανάγκη που δόθηκαν αγώνες για να καλυφθεί μέσω της κατάκτησης του δικαιώματος του πληρωμένου χρόνου διακοπών. Χρειάστηκαν χρόνια διεκδικήσεων για να μην είναι το… «staycation» αναγκαστική επιλογή.
Αντί λοιπόν να προτείνει προορισμούς, θα έπρεπε να δεσμεύεται ότι θα ληφθούν μέτρα ώστε και οι οικογένειες να έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, αντιμετωπίζοντας το φαινόμενο των «φτωχών εργαζομένων», και οι τιμές σε ορισμένα κοινωνικά αγαθά, όπως είναι τα εισιτήρια της ακτοπλοΐας, να γίνουν ξανά προσιτές. Και μάλιστα τη στιγμή που στην πραγματικότητα σε πολλούς νησιωτικούς προορισμούς εξακολουθούν να χρειάζονται και τον εγχώριο τουρισμό.
Η εποχή που οι άνθρωποι απλώς δεν είχαν τα χρήματα και τη δυνατότητα να κάνουν διακοπές και τα λεωφορεία που πήγαιναν μέχρι τη Λούτσα ή τον Σχινιά ήταν η «καλοκαιρινή απόδραση» για όσους δεν είχαν «να πάνε στο χωριό» για να «παραθερίσουν», είναι πια κάπως μακρινή.
Οι σημερινοί πενηντάρηδες και πάνω ίσα που πρόλαβαν τον απόηχό της.
Για τους νεότερους είναι εικόνα από κάποια ελληνική ταινία της δεκαετίας του 1960.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξαναγυρίσουμε σε αυτή την εποχή.