«Ο πόνος σου, νοτάριος της μνημοσύνης» –
Η ποίηση του Παντ. Χαμπίδη
Του Θανάση Μουσόπουλου
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο ποιητικό βιβλίο του ξανθιώτη γόνου Παντελή Χαμπίδη «Άσκηση Ποιητικής», έκδ. Έμβρυο, 2020, σελ. 59. Πρόκειται για ποιήματα νέου με νέα ματιά, σε θέματα εσωτερικού και εξωτερικού χώρου.
Γιος της αγαπητής μου Νατάσας Ζάννη, γεννήθηκε στην Βέροια Ημαθίας το 1994. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 2018 μετεκπαιδεύεται στο τμήμα Ευαγγελικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Georg-August του Göttingen στον τομέα Εκκλησιαστικής Ιστορίας και Διαχριστιανικών Σχέσεων με υποτροφία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από το 2019 συμμετέχει σε διαφόρους ποιητικούς διαγωνισμούς, κερδίζοντας βραβεία και τιμητικούς επαίνους. Αναφέρεται ενδεικτικά το Α΄ Βραβείο από την Αμφικτυονία Ελληνισμού για το ποίημα με τίτλο: Στον Γιάννη Ρίτσο στον Η΄ Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό με θέμα: «Ο κόσμος μας στη θεωρία του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον)», Θεσσαλονίκη, Μάιος 2019. Ένα από τα ποιήματα του με τίτλο Τη Ρωμιοσύνη να καλείς (Στον Γιάννη Ρίτσο), μελοποιήθηκε από τη μουσικό Ελευθερία Μεταξά σε σύνθεση του Δημήτρη Μπουκόνη. Έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια, δημοσιεύοντας επιστημονικά άρθρα στα αγγλικά και υπηρετήσει ως ιεροψάλτης στη Θεσσαλονίκη και στο Εξωτερικό.
Στο βιβλίο του ο νεαρός δημιουργός σε κείμενο «Ἐν εἴδει προλόγου» ανάμεσα στα άλλα γράφει: «Ο τίτλος Άσκηση Ποιητικής δεν είναι προφανώς τυχαίος, περιλαμβάνονται οι πιο ώριμοι καρποί από τα πρωτόλεια. Αποτελείται κυρίως από δημιουργίες με φιλοσοφικό και θρησκευτικό περιεχόμενο. Δίνεται, έτσι, η δυνατότητα στον αναγνώστη […] να παρακολουθήσει τις εντυπώσεις ενός ανθρώπου στο μονοπάτι της ζωής, ενός μέσου Έλληνα, που κάποιος θα τον συναντήσει στην όμορφη παραλία της Θεσσαλονίκης ή στην Πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα να περπατάει το βράδυ, όταν πέφτει η ζέστη».
*
Είναι άδικο για τον ποιητή και την ποίηση να διατυπώνεις με πεζά και περιγραφικά λόγια αυτό που κρύβει ο ποιητικός λόγος. Όσο εύστοχα και να περιγράφεις έναν πίνακα ζωγραφικής, είναι αδύνατο να γευτείς τη χάρη του.
Ο νέος δημιουργός στην Άσκηση Ποιητικής ασκεί την όραση και δημιουργεί / ποιεί κατά τον θείο Πλάτωνα, μουσική και εικόνες. Η δημιουργία του – αυτό που ο ίδιος αποκαλεί φιλοσοφία και θρησκεία – αγγίζει βαθύτατα πολιτικά και ιστορικά θέματα.
«Το σώμα σαν αφήνει / να ακούσει τον αναστεναγμό των κρίνων, / όταν φωνή ο άνεμος δίνει».
Η «φωνή του ανέμου» μετατρέπεται σε «μύθο» στο στόμα γέρου:
«Οι κάμποι, τα βουνά, η κτίση / δεν άκουγαν πια νύκτας θρήνους / αλλά ενός γέρου παραμύθια / στα εγγόνια της».
Κι εμείς «εγγόνια του παρελθόντος και του χτες» ακούμε και χωρίς ηλικία στις πλάτες μας δημιουργούμε:
«Αγνάντια δυο μάτια στ’ ακρογιάλι / στοχεύουν πεισματάρικα τα σύννεφα / καθώς ο άφαντος αέρας σπρώχνει δροσιά, /καλύπτοντας το προσκεφάλι».
Παλεύεις μόνος και μ’ άλλους μαζί να λύσεις το πρόβλημα, το προαιώνιο – το μικρό και το μέγα:
«Φως αχανές, απέλαγο / την ύπαρξη κυκλώνει. / Θυμίζει αιθέρα αόριστο, / που ουρανός απλώνει. / Λες και στο μέγα πρόβλημα / ευρέθη κάποια λύση».
Ποιοι είμαστε εμείς, και προσδοκούμε και παλεύουμε, ρεαλιστές και αισιόδοξοι συνάμα, για τη λύση; Με ορθάνοιχτα τα μάτια προχωρούμε, «ελεύθεροι πολιορκημένοι» στα αέναα σφάλματα του ανθρώπου:
«Ελπίζουμε εμείς καταραμένοι / μαύροι, κατάκοποι, καημένοι / να διώξει κάποιος ήλιος προσμονής / ακούραστες, ατέλειωτες, παιδευτικές / σκέψεις, καινές και τις παλιές, / ανηλεείς».
Εμείς παλεύουμε, έχοντας βαθιά χαραγμένο μέσα τον τόπο μας. «Η πετρόχτιστη πόλη του Βορρά / κατεδίωξε κάθε δυστυχιά» και «Καθώς θα ταξιδεύεις / στις Ινδίες, να παίρνεις τις ευχές του τόπου σου».
Αν και η ποιητική του Παντελεήμονα Χαμπίδη είναι ελεύθερη από δεσμεύσεις εξωτερικές και συμβατικές, όπως άλλωστε και η σκέψη του, συναντάς και ομοιοκατάληκτα τετράστιχα. Γιατί ελευθερία σημαίνει αναγνώριση του κινδύνου, απόρριψη των προκαταλήψεων και των δογμάτων:
«Τη σκόνη απ’ το τραπέζι διώχνω / με θυμησιές στο χρόνο / ξοπίσω μου σαν σπρώχνω / κόβοντας τον γέρο-κλώνο».
Οφείλω ολόκληρες δημιουργίες να παραθέσω. Ο αναγνώστης και η αναγνώστριά μου, με τούτο τον τρόπο, μπορεί να σχηματίσει προσωπική άποψη:
Διονυσιακά προλεγόμενα
Κοιτούσαα… μακρόθεν. / Γνώριζα και έβλεπα, / έβλεπα και γνώριζα. / Το πρόσωπό σου στρέψε προς με, ανέσπερο / φώς του αλησμόνητου, που από σεράφ και / χερουβείμ, / μέχρι τα πιο στερνά σπαλάθια, ατέλειωτα όλους / διασχίζει.
Εισιτήριο χωρίς επιστροφή
Τα παράθυρα στο σπίτι ανοιχτά, κοιτούν ημέρα / Κυριακή τον ήλιο μετά τη λειτουργία. / Τα σκονισμένα και τα αστραφτερά-όπως λεν οι / ετικέτες ξεχασμένων άζαξ- Χαζεύουν το απέναντι μπαλκόνι στην οδό / Καλλιδοπούλου και πέρα, μακριά στην Παραλία. / Με τον καφέ η ανησυχία του σαββατιάτικου / απόβροχου κατακάθι, στον πάτο της βραδιάς. / Μα πώς περνάν τα λάθη, όταν ακούω λαϊκά στο / ράδιο; / Και συ ω ξενιτιά πόσες κλεμμένες Κυριακές / χρωστάς, ξενήκουστες; / Ο πόνος σου, νοτάριος της μνημοσύνης, της / λησμονιάς της οικογένειας, των φίλων, των / νεκρών στιγμών πετροβόλος, βιαστής του / χρόνου για μια επιστροφή στον αγύριστο, / ελπιδοφόρος. / Παράδοξος.
Έναν περίπατο στην ποίηση την πρωτόλεια – πλην ποίηση! – του Παντελή Χαμπίδη επιχειρήσαμε. Εύχομαι καλή συνέχεια – δώσαμε το λόγο στον ίδιο τον ποιητή, αυτός θα μας αποχαιρετήσει:
«… Το αντίο της ελπίδας, της προσμονής της αλησμόνητης ανάμνησης, που κυλά σε ασκούριαστες ράγες».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
Απαλλαγμένο από ιούς. www.avast.com |