ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ
Δεν αποκλείεται να κληθούμε για να τοποθετηθούμε στην έκθεση ιδεών στο Σχολείο, στην παρέα στο καφενείο, στο κους – κους στο κομμωτήριο, κάπου αλλού απρόοπτα.
Είτε τους αγοράσουμε, είτε τους παρασκευάσουμε «σπιτικά» το σίγουρο είναι ότι θα λάμψουν και φέτος κοσμώντας το γιορτινό τραπέζι τόσο τα Χριστούγεννα, όσο και την πρωτοχρονιά!
Η λέξη αποτελεί συνδυασμό των λέξεων μέλι και μακαρόνι! Το «μακαρόνι» προέρχεται από την ελληνική λέξη «μακαρωνία», ήτοι ένα πιάτο που σερβιρόταν τους Μεσαιωνικούς χρόνους σε νεκρώσιμο δείπνο (μετά από κηδεία) στη διάρκεια του οποίου προσέφεραν τη «μακαρία».
Η μακαρία ήταν ψυχόπιτα (είδος πίτας) ένα κομμάτι άρτου που είχε το σχήμα ενός μελομακάρονου!
Στα νεότερα χρόνια σε ένα αντίστοιχο γλύκισμα προστέθηκε το αγαπημένο μας μέλι και έτσι φθάσαμε στο γνωστό μας μελομακάρονο (=μελο+μακαρόνι).
Καθιερώθηκε ως χριστουγεννιάτικο γλυκό, καθόσον το μέλι μας θεωρείται από τα πολύ παλιά χρόνια ως σύμβολο ευζωίας και δημιουργίας!
Ότι καλό και χαρμόσυνο δηλαδή προσδοκούμε να φέρει κάθε νέο έτος.
Αν τώρα έχετε την εύλογη απορία ενδεχόμενης σύνδεσης με τα μακαρόνια της Ιταλίας (σ.σ. σπαγγέτι) πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν εμφανίζεται αναφορά ή σύνδεση με τα μελωμένα μακαρόνια!
ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η λέξη προέρχεται από την τουρκική λέξη kurabiye (=κουραμπιές) η οποία μπορεί ετυμολογικά να αναφέρεται στο ξηρό μπισκότο και βούτημα, έχει όμως αραβικές ρίζες. Στο ξερό μπισκότο προστέθηκαν μετέπειτα τα αμύγδαλα και η άχνη και έτσι καταλήξαμε στο γνωστό και αξιολάτρευτο κουραμπιέ μας, που τον τοποθετούμε σε απανωτές κατάλευκες στρώσεις τον ένα δίπλα στον άλλο!
Η ρίζα του κουραμπιέ αναζητείται στην Περσία, από όπου και το γλύκισμα ταξίδεψε σε ολόκληρη την ανατολή, τα Βαλκάνια και φυσικά τη χώρα μας. Όπως κάθε διάσημο γλυκό που σέβεται τον εαυτό του, για την πατρότητά του ερίζουν και άλλες χώρες, ιδιαίτερα ο Λίβανος, ενώ αντίστοιχα «κεράσματα» συναντάμε στην Τουρκία, στην Αλβανία, αλλά και σε ισπανόφωνες χώρες με την ονομασία Πολβορόν.
Αναλύοντας περισσότερο τη λέξη kurabiye θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της στις λέξεις kuru που σημαίνει στεγνός, ξερός και biye που είναι δάνειο από τα λατινικά για τη λέξη biscuit-μπισκότο. Το biscuit τώρα είναι η τεχνική του διπλοφουρνίσματος, αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν δίπυρον και αφορούσε την τεχνική αρτοποίησης που αφαιρούσε με το ψήσιμο την υγρασία από τα σκευάσματα ώστε να «αντέχουν» περισσότερο στο χρόνο.
Όλοι μας ενδίδουμε στην απόλαυση και νοστιμιά ενός κουραμπιέ που ποτέ μόνο λίγη άχνη δεν είναι αρκετή! Τα απαραίτητα συστατικά δημιουργίας του είναι το φρέσκο βούτυρο, τα αμύγδαλα και άφθονη ζάχαρη άχνη. Κάποιοι μπορεί να προσθέτουν και ροδόνερο ικανό να προσδώσει περισσότερο άρωμα.
Η τεχνική του μπισκότου, η ίδια ακριβώς που χρησιμοποιείται για τον κουραμπιέ αποτελεί ένα είδος μπισκότων που στα αγγλικά αποκαλούμε shortbread.
Ποια όμως γλυκά κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία; Πρόκειται για μια τεχνική στην οποία τα βασικά συστατικά απαντούν στην παρακάτω εξίσωση. Ένα μέρος ζάχαρη, δύο μέρη βούτυρο και τρία μέρη αλεύρι. Η ανατολίτικη καταγωγή του κουραμπιέ βέβαια ζητά αιγοπρόβειο βούτυρο και αμύγδαλα κάτι που τα κάνουν ιδιαίτερα ξεχωριστά σε σχέση με τα ευρωπαϊκά μπισκοτάκια του είδους.
Η πιθανότερη εκδοχή της «άφιξης» του κουραμπιέ στην Ελλάδα, όπως και πολλών άλλων συνταγών είναι να έφτασαν στη χώρα με τις αποσκευές των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και πιο συγκεκριμένα από τη Σμύρνη. Παρόλα αυτά το έθιμο του κουραμπιέ, πασπαλισμένου με ζάχαρη άχνη έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και όχι απαραίτητα μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών των Χριστουγέννων.
Τα περισσότερα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας συνηθίζουν να ετοιμάζουν κουραμπιέδες σε κάθε «χαρά» στο σπίτι, όπως γάμο ή βάφτιση.
Τέλος συναντάμε και το γαμήλιο κουραμπιέ ή εκείνον της βάφτισης αλλά και ο Πασχαλινός κουραμπιές! Στα νησιά οι κουραμπιέδες αποτελούν ένα γλύκισμα, με αρκετές παραλλαγές!
Καλές Γιορτές
( Το άρθρο άντλησε πηγές από το News 247.gr )
Στέλιος Αρσενίου