Ο Αχμέτ Μέτε, γνωστός και ως ψευτομουφτής Ξάνθης, αλλά και ως ο αρχιπράκτορας της Άγκυρας στην ελληνική ακριτική αυτή περιοχή, είναι γνωστό πως λειτουργεί με πολλές στοχεύσεις.
Άλλοτε εκμεταλλευόμενος το «θρησκευτικό αξίωμα» που του παρέδωσε η Άγκυρα, προσπαθεί να εκτουρκίσει μέσω της θρησκείας τους μουσουλμάνους της Θράκης…
Άλλοτε, ως «μουφτής» εμπλέκεται σε πολιτικά ζητήματα (με ιδιαίτερη έμφαση στην μόνιμη απαίτηση διαχείρισης και υφαρπαγής της βακουφικής περιουσίας) προωθώντας την τουρκική πολιτική στην περιοχή…
Άλλοτε, πάλι, ως «προσωπικότητα» επιχειρεί να διαμορφώσει συνθήκες, να ελέγξει πρόσωπα, να χειριστεί την ματαιοδοξία άλλων ή να επιβάλει «προσωπικότητες» και «λειτουργίες» με άμεση χειραγώγηση πληθυσμιακών ομάδων μουσουλμάνων της Θράκης.
Σε κάθε περίπτωση, και η δια των τουρκικών ΜΜΕ προβολή του, αποσκοπεί στο να παίξει ο Αχμέτ Μέτε τον ρόλο του «ισχυρού παράγοντα» (κυρίως μέσω του δικτύου παράνομων ιμάμηδων που έχει δημιουργήσει και που πληρώνονται από «μαύρα ταμεία» του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, ενώ ενίοτε αναλαμβάνει να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας ή να διαχειριστεί «υποθέσεις» τουρκικών συμφερόντων με τους μουσουλμάνους της Βουλγαρίας.
Όμως, κι επειδή η ανοχή που έχει υπάρξει μέχρι στιγμής απέναντί του, φαίνεται πως έχει εκληφθεί ως αδυναμία της ελληνικής –κυρίως- πολιτείας (και όχι των αρμοδίων ελληνικών κρατικών αρχών που εκτελούν «εντολές άνωθεν»), ο ψευτομουφτής φαίνεται πως διευρύνει πλέον τον κύκλο των δραστηριοτήτων του και επιχειρεί να «ανοίξει μέτωπο», αρκούντος επικίνδυνο στην Ελληνική Θράκη.
Έτσι, πρόσφατα, σε συνάντηση τουρκοφρόνων στο συνέδριο του DEB που έγινε στις 22 Μαΐου 2016, μεταξύ των διάφορων ομιλητών ψευτομουφτής Ξάνθης Αχμέτ Μέτε, αναφερόμενος στην πορεία του ρατσιστικού (αποτελείται μόνο από μουσουλμάνους) κόμματος DEB και απευθυνόμενος στον πρόεδρό του Αλή Τσαβούς, του ευχήθηκε να γίνει ο Ραούφ Ντενκτάς της Θράκης. Και μπορεί μεν να υπήρξαν γέλια μεταξύ των παρισταμένων (αφού είναι γνωστό ότι ο Ραούφ Ντενκτάς ήταν δικηγόρος, ενώ ο Αλή Τσαβούς καφετζής της Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής), όμως η πρόταση του Αχμέτ Μέτε είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και δεν απευθυνόταν αποκλειστικά στον πρόεδρο του DEB, αλλά σε κάθε ενδιαφερόμενο που θα ήθελε να αναλάβει τον ρόλο του Ντενκτάς στην Ελληνική Θράκη, προκειμένου να υπάρξει ικανή άσκηση πίεσης προς την Αθήνα, για την πιθανότητα κυπροποίησης της Ελληνικής Θράκης.
Αφού ξεκαθαρίσουμε πως η Ελληνική Θράκη αποτελεί για την Άγκυρα μοχλό πίεσης προς τις «ελαστικές» έως και φοβικές ή αδιάφορες επί εθνικών θεμάτων ελληνικές κυβερνήσεις, με κύρια στόχευση την ικανοποίηση στοχεύσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, θυμίζουμε πως ο Ραούφ Ντενκτάς ήταν αρχηγός της ΤΜΤ (παραστρατιωτική οργάνωση αποτελούμενη από φανατικούς τούρκους εθνικιστές της Κύπρου), ήταν υπεύθυνος σκληρές προβοκάτσιες και για σωρεία δολοφονικών επιθέσεων κατά τουρκοκυπρίων, ενώ συνεργάστηκε στον απόλυτο βαθμό με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και τον τουρκικό στρατό, είτε για να δημιουργήσει διεθνή ζητήματα εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε για να τουρκοποιήσει το μεγάλο τμήμα των τουρκοκυπρίων που αρνούνταν την Τουρκία και τις πολιτικές της.
Είναι προφανές πως ο Αχμέτ Μέτε επιχειρεί να δημιουργήσει στην Ελληνική Θράκη μία «προσωπικότητα» του ύφους και του ήθους του Ραούφ Ντενκτάς, δηλαδή έναν αρχηγό μίας παραστρατιωτικής οργάνωσης που θα αναλάβει δράση υπέρ των τουρκικών συμφερόντων εκτελώντας τυφλά εντολές της Άγκυρας.
Δυστυχώς (ή ευτυχώς) ο Αχμέτ Μετέ, ο ψευτομουφτής Ξάνθης, συνεχίζει να κυκλοφορεί ελεύθερος, αφού οι ελληνικές αρχές προφανώς δεν θεωρούν εστία κινδύνου τις δηλώσεις του ή δεν επιθυμούν να «παίξουν το παιχνίδι» της έντασης που επιχειρεί να εισάγει ο πρωτοκλασάτος πράκτορας της Τουρκίας στην Θράκη.
Θεωρούμε καλό, σε κάθε περίπτωση, για όσους δεν αντιλαμβάνονται την ιδιαιτερότητα δημιουργίας ενός Ντενκτάς στην Θράκη, να παραθέσουμε το βιογραφικό του συγκεκριμένου αρχιπράκτορα της Τουρκίας στην Κύπρο, υπεύθυνου και ατιμώρητου για άγνωστο αριθμό βιαιοπραγιών, βιασμών και δολοφονιών κατά την περίοδο της τουρκικής εισβολής, όπως έχουν δηλώσει τούρκοι αξιωματικοί που συμμετείχαν στην εισβολή της Κύπρου.
Ο Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş, 27 Ιανουαρίου 1924 – 13 Ιανουαρίου 2012) ήταν Τουρκοκύπριος πολιτικός. Γεννήθηκε στην Πάφο το 1924. Ο πατέρας του, Ραΐφ Εφέντης, καταγόταν από το αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό Άγιος Επιφάνιος. Στο χωριό αυτό, όπως υποδηλοί και η ονομασία του, όλοι οι κάτοικοι ήταν απόγονοι εξισλαμισμένων χριστιανών.
Όπως αποδεικνύει ο τουρκολόγος Κώστας Π. Κύρρης, ο Ντενκτάς είναι απόγονος φραγκοεβραίων, με πολύ κοντινούς πρόγονους ορθόδοξους, όπως η μητέρα του, που λεγόταν Χρυσαλίδα, και η γιαγιά του που λεγόταν Μαριέττα.
Ο Ντενκτάς αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Κατά την διάρκεια των ετών 1941-1943 εργάστηκε ως μεταφραστής, δημοδιδάσκαλος, καθώς και ως δικαστικός υπάλληλος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου. Το 1944, μετέβη στο Λονδίνο, όπου σπούδασε Νομικά στο Λίνκολς Ινν με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου (British Council). Αποφοίτησε το 1947 και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άρχισε να αναμειγνύεται και στην πολιτική.
Αναμείχθηκε για πρώτη φορά στα κοινά υπέρ της τουρκοκυπριακής κοινότητος το 1948, οπότε υπηρέτησε ως μέλος της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπείας κατά την Διασκεπτική Συνέλευση. Η διάσκεψη αυτή συνεκλήθη από τον τότε Κυβερνήτη της Κύπρου Λόρδο Γουίνστερ, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα εισαγωγής νέου συντάγματος στην Κύπρο. Λίγο αργότερα (1949) διορίστηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες Δικηγόρος του Στέμματος (της Εισαγγελίας), ενώ το 1953 έγινε Βοηθός Γενικός Εισαγγελεύς. Κατά το διάστημα 1956-1958 υπηρέτησε ως Γενικός Εισαγγελεύς, αναλαμβάνοντας την προώθηση πολλών υποθέσεων αγωνιστών της ΕΟΚΑ που οδηγούνταν στα δικαστήρια και συνετέλεσε στην καταδίκη αρκετών.
Από το 1957 υπήρξε από τα ηγετικά στελέχη της τουρκοκυπριακής τρομοκρατικής οργανώσεως Τ.Μ.Τ. (Türk Mükavemet Teşkilatι=Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση), η οποία είχε ιδρυθεί από την επίσημη Τουρκία στο πλαίσιο της πολιτικής της για την «επανάκτηση» της Κύπρου. Παράλληλα εξελίχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία των εξτρεμιστών Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι αντέτασσαν στο αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για Ένωση με την Ελλάδα την διχοτόμηση (ταξίμ).
Μετά την παραίτησή του από την θέση του Δικηγόρου του Στέμματος εξελέγη –με την πλήρη υποστήριξη της Τουρκίας– πρόεδρος της Ομοσπονδίας Τουρκοκυπριακών Συνδέσμων.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959 βρήκαν αντίθετο τον Ντενκτάς, ο οποίος θεωρούσε ότι η προτεινόμενη λύση ήταν μη λειτουργήσιμη και ότι η πλέον εφικτή (και δίκαιη) λύση ήταν αυτή της διχοτομήσεως. Εν τούτοις, δεν εξεδήλωσε κατά τρόπον ακραίο τις θέσεις του αυτές. Ανέλαβε, μάλιστα, επικεφαλής της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπείας στην τετραμερή επιτροπή για την σύνταξη του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προκριθέντος του Φαζίλ Κιουτσούκ για το αξίωμα του Αντιπροέδρου, ο ίδιος δεν διεκδίκησε κάποιο από τα τρία υπουργεία (Αμύνης, Γεωργίας, Υγείας), τα οποία, σύμφωνα με το Σύνταγμα, προορίζονταν για τους Τουρκοκυπρίους.
Εξελέγη στο αξίωμα του προέδρου της Τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, ένα είδος κοινοτικής Βουλής με αρμοδιότητες σε ζητήματα Παιδείας και Θρησκείας. Παράλληλα ήταν ο πολιτικός ηγέτης της Τ.Μ.Τ., η οποία, σε αντίθεση με την ΕΟΚΑ, όχι μόνο δεν είχε διαλυθεί, αλλά ενισχυόταν με άντρες και οπλισμό από την Τουρκία.
Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (16 Αυγούστου 1960) και μέχρι τον Δεκέμβριο του 1963 ο Ντενκτάς εργάστηκε συνειδητά προς την κατεύθυνση της υπονομεύσεως του κυπριακού κράτους, ακόμη και σε περιόδους που η επίσημη Τουρκία υποστήριζε την διατήρηση του καθεστώτος που είχε καθιερωθεί από τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Προπαγάνδιζε υπέρ της μη συνεργασίας των Τουρκοκυπρίων με τους Έλληνες της Κύπρου, αποθάρρυνε τους ομοθρήσκους του να έχουν εμπορικές σχέσεις με τους Ελληνοκυπρίους και προσπάθησε να εμποδίσει την επιστροφή των Τουρκοκυπρίων που είχαν καταφύγει σε αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά κατά την διάρκεια του αγώνος της ΕΟΚΑ στα χωριά τους.
Ως μέλος της Τ.Μ.Τ., ασφαλώς ο Ντενκτάς θα είχε υπ’ όψιν και θα ενέκρινε και ενέργειες της τρομοκρατικής αυτής οργανώσεως, όπως την ανατίναξη του ίδιου του του δικηγορικού γραφείου, καθώς και δύο τεμενών, μέσα στο 1962. Το ίδιο έτος κατηγορήθηκε, εξάλλου, ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων δημοσιογράφων Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Μουσαφέρ Γκιουρκάν, οι οποίοι αρθρογραφούσαν υπέρ της συνεργασίας των δύο «κοινοτήτων».
Κατά την διάρκεια των αιματηρών γεγονότων της τουρκοκυπριακής ανταρσίας, που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963 εξ αφορμής της προτάσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για τροποποίηση δεκατριών σημείων του Συντάγματος, ο Ντενκτάς είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τον Ιανουάριο του 1964 έλαβε μέρος στην πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου για το Κυπριακό ζήτημα και τον επόμενο μήνα εμφανίσθηκε ως εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων στα Ηνωμένα Έθνη, όπου υπεραμύνθηκε των τουρκοκυπριακών θέσεων και, διαστρέφοντας τα γεγονότα της ένοπλης τουρκοκυπριακής ανταρσίας, προσήψε ψευδείς κατηγορίες κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως. Ένεκα τούτου η κυβέρνηση της Δημοκρατίας τον κήρυξε ανεπιθύμητο πρόσωπο και του απαγόρευσε την επάνοδο στην Κύπρο.
Τον Αύγουστο του 1964, κατά την διάρκεια των μαχών που έγιναν στην περιοχή της Τηλλυρίας, ο Ντενκτάς αποβιβάσθηκε στην περιοχή της των Κοκκίνων μαζί με αξιωματικούς από την Τουρκία και φοιτητές. Λόγω της σφοδρής αντεπιθέσεως των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή, ο Ντενκτάς και οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με τουρκικό πολεμικό πλοίο για να αποφύγουν την σύλληψη.
Τον Οκτώβριο του 1967, ο Ντενκτάς επεχείρησε για δεύτερη φορά να εισέλθει παράνομα στην Κύπρο. Λόγω όμως των άσχημων καιρικών συνθηκών το ψαροκάικο που τον μετέφερε αναγκάστηκε να τον αποβιβάσει σε ακτή της Καρπασίας, αντί στη Λάρνακα, όπως προβλέπετο. Σε λίγο συνελήφθη από αγροφύλακα και παραδόθηκε στην Εθνική Φρουρά. Ανακρίθηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς και ομολόγησε ότι ήλθε στην Κύπρο κατ’ εντολήν των τουρκικών αρχών. Το γεγονός της συλλήψεως του Ντενκτάς είχε όμως διαρρεύσει, συνεπώς, εκτός από την Τουρκία, οι διπλωματικές αποστολές των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ζήτησαν φορτικά την απόλυσή του. Με παρέμβαση του Μακαρίου μεταφέρθηκε από τα στρατιωτικά κρατητήρια στις Κεντρικές Φυλακές και σε 48 ώρες απελάθηκε στην Τουρκία, εις ένδειξιν «καλής θελήσεως» εκ μέρους της Κυβερνήσεως. Προηγουμένως υπέγραψε και απέστειλε στον Γενικό Εισαγγελέα δήλωση μετάνοιας και σεβασμού στους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μετά τα γεγονότα της Κοφίνου, τον Νοέμβριο του 1967, και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας, που ευρίσκετο στην νήσο από το 1964, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναγκάσθηκε να αλλάξει πολιτική. Ξεκίνησαν συνομιλίες με την τουρκοκυπριακή πλευρά τον Απρίλιο του 1968, οι οποίες διευρύνθηκαν αργότερα με την συμμετοχή του Έλληνα συνταγματολόγου Μιχ. Δεκλερή και του Τούρκου Ορχάν Αλντικαστί.
Ο Ντενκτάς, επέστρεψε, τότε, νομίμως στην Κύπρο και ορίστηκε εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων. Στις συνομιλίες που διήρκεσαν μέχρι τις παραμονές της τουρκικής εισβολής, ο Ντενκτάς φάνηκε επιδέξιος διαπραγματευτής. Ακολούθησε παρελκυστική πολιτική, μέχρι που έγινε η τουρκική εισβολή, η οποία κατέληξε στην κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εν τω μεταξύ, συνέχισε να κρατά εγκλωβισμένες μεγάλες μάζες Τουρκοκυπρίων σε θυλάκους ελεγχόμενους πλήρως από τους εξτρεμιστές και να παρακωλύει την συνεργασία των ομοθρήσκων του με τους Ελληνοκυπρίους.
Το 1973, ο Ντενκτάς εξελέγη άνευ ανθυποψηφίου Αντιπρόεδρος της Κύπρου, αφού ο Φαζίλ Κιουτσούκ εξαναγκάστηκε από την Άγκυρα να μην διεκδικήσει την αντιπροεδρία, ενώ ο Α. Μπερμπέρογλου, ο οποίος είχε ξεκινήσει προεκλογική εκστρατεία, εξαναγκάστηκε με βίαια μέσα να αποσύρει την υποψηφιότητά του.
Μετά την τουρκική εισβολή (20-22 Ιουλίου και 14-16 Αυγούστου 1974), ο Ραούφ Ντενκτάς κατέστη παντοδύναμος, έχοντας, εξάλλου, την πλήρη υποστήριξη των κατοχικών στρατευμάτων. Έπραξε το παν διά την εδραίωση του εδαφικού και πληθυσμιακού διαχωρισμού της Κύπρου. Εκδίωξε είκοσι περίπου χιλιάδες εγκλωβισμένους Ελληνοκυπρίους που ζούσαν στην χερσόνησο της Καρπασίας, ενώ εξανάγκασε και χιλιάδες Τουρκοκυπρίους που ζούσαν στις ελεύθερες περιοχές να μεταβούν στα κατεχόμενα από τον τουρκικό στρατό εδάφη.
Ανακήρυξε στις 13 Φεβρουαρίου του 1975 τα κατεχόμενα εδάφη σε «Ομόσπονδο Τουρκοκυπριακό Κράτος», ενώ στις 15 Νοεμβρίου του 1983 προέβη στην ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου», ενός «κράτους» που αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία. Ακόμη, μετέφερε δεκάδες χιλιάδες εποίκους από την Τουρκία με σκοπό την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρος της Κύπρου.
Ο Ντενκτάς είχε συνομιλήσει μετά την τουρκική εισβολή με όλους τους προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή με τους Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, Σπύρο Κυπριανού, Γιώργο Βασιλείου, Γλαύκο Κληρίδη και Τάσσο Παπαδόπουλο. Στις συνομιλίες πάντοτε φαινόταν σκληρός, αδιάλλακτος και ανυποχώρητος στις αρχικές του θέσεις.
Ο Ραούφ Ντενκτάς εργάστηκε μεθοδικά υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας, αγνοώντας τους Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι υπέφεραν και αυτοί από την πολιτική του, τόσο κατά το διάστημα 1955-1974, όσο και κατά το διάστημα μετά την τουρκική εισβολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί περίπου γηγενείς Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο μετά την εισβολή.
Ο Ραούφ Ντενκτάς αποσύρθηκε από την πολιτική τον Απρίλιο του 2005, αφού είχε ήδη αναγγείλει τον Μάιο του 2004 ότι δεν θα διεκδικούσε και πέμπτη «προεδρική θητεία». Στην κατοχική ηγεσία τον διαδέχθηκε ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.
Πέθανε στις 13 Ιανουαρίου 2012. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της κατεχόμενης πλευράς της Λευκωσίας με ανεπάρκεια σε ζωτικά όργανα.
* του Γεωργίου Μιχαήλ
ΠΗΓΗ:Thrakitoday