ου Χρήστου Χωμενίδη
Η παρούσα στήλη το είχε επισημάνει από τον περασμένο Μάιο. Και δεν ήταν βεβαίως η μόνη. Κάθε πολίτης που παρακολουθεί πιστά την επικαιρότητα, που διαθέτει βιωμένη ή αντλημένη από τα ιστορικά βιβλία εμπειρία, κυρίως δε κοινό νου -πόσο πολύτιμο αγαθό ο κοινός νους!- αντιλαμβανόταν τη δεινή θέση στην οποία είχαν, ήδη από τότε, περιέλθει οι Συριζανέλ.
Ή θα έπρεπε να εφαρμόσουν πιστά το τρίτο, το δικό τους, μνημόνιο. Να σκύψουν το κεφάλι, να κλείσουν την αξιολόγηση και να δουν τη δημοτικότητά τους να κατρακυλά στα τάρταρα. Τις κοινωνικές ομάδες, που φανατικά τούς στήριζαν από το 2012, να τους βλαστημάνε και να τους καταριούνται. Τον εφιάλτη μιας ταπεινωτικής ήττας, οψέποτε στηθούν οι κάλπες, να φαντάζει αναπόδραστος.
Ή θα έπρεπε να αποχωρήσουν “ηρωικά” από το Μαξίμου. Να προκαλέσουν εκλογές και να πασσάρουν την καυτή πατάτα του τρίτου μνημονίου στους επόμενους. Να λάβουν ένα αξιοπρεπές ποσοστό -η αιμορραγία τους σε ψήφους δεν είχε γίνει ακόμα ακατάσχετη- και να επιστρέψουν στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Και εκεί να ξαναβρούν τους πρότερους “μαχητικούς”, “αδέκαστους”, “κινηματικούς” εαυτούς τους…
Κόντρα σε κάθε σώφρονα στρατηγικό σχεδιασμό, οι Συριζανέλ επέλεξαν το πρώτο. Προτίμησαν να μείνουν στα πράγματα και να απομυθοποιηθούν ολότελα. Να πιούν μέχρι τον πάτο το πικρό ποτήρι.
Τους τύφλωσε άραγε το μέλι της εξουσίας; Τους αποβλάκωσε η αυτοπεποίθηση που τους είχε εκτινάξει από το 4% στο 36%; – “κάθε θαύμα τρεις ημέρες και το πιό μεγάλο τέσσερις” θα τους υπενθύμιζε ο θυμόσοφος Χαρίλαος Φλωράκης. Πίστεψαν φρούδες ελπίδες περί δραματικής απομείωσης του χρέους, η οποία θα βελτίωνε θεαματικά την καθημερινότητα των Ελλήνων; “Να αντέξουμε, να αντέξουμε μονάχα μέχρι τότε!” εκλιπαρούσαν τον Αλέξη Τσίπρα οι σύμβουλοί του. “Από το ’17, άντε από το ’18, ξεκινά η ανάπτυξη!” τον διαβεβαίωναν.
Και ο δύστηνος Αλέξης πάσχιζε να γεμίσει τον χρόνο με το μόνο πράγμα το οποίο ξέρει να παράγει. Με πολιτικό θέαμα.
Δωσ’ του εκστρατεία για την απλή αναλογική. Δωσ’ του εν χορδαίς και οργάνοις εξαγγελίες περί αναθεώρησης του Συντάγματος – φωταγωγημένο το περιστύλιο της Βουλής, παλλόμενη η φωνή του ηγέτη. Δωσ’ του μετωπική δήθεν σύγκρουση με τη διαπλοκή, διαδικασία Big Brother για την ανάδειξη των νέων καναλαρχών. Δωσ’ του και προφητείες ακόμα στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης, “δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να ακυρώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας τον νόμο μας για την τηλεόραση”…
Τίποτα, τίποτα απολύτως δεν του βγήκε όπως το είχε σχεδιάσει. Στην τελευταία δε φάση, η κυβέρνηση απώλεσε το πιό πολύτιμο χαρακτηριστικό των ανθρώπων της δράσης: Την ψυχραιμία της.
Οι ατελέσφορες πιέσεις προς τους ανώτατους δικαστικούς. Οι υστερικές δηλώσεις της κυρίας Γεροβασίλη. Ο Λάκης Λαζόπουλος σε ρόλο μεταμοντέρνου Γεωργαλά – δεν λυπάται, αλήθεια, διόλου ο ίδιος το ταλέντο του; Και χθες, η ανάσυρση του Βύρωνος Πολύδωρα από τα κουλουβάχατα της Ιστορίας. Με τον “στρατηγό Άνεμο”, τον “καπετάν Γράνα”, με το μοναδικό αυτό υβρίδιο εθνικόφρονος παλαιοκομματάρχη και ήρωα του Ιονέσκο, σηκώθηκαν και οι πέτρες. Ακόμα και τύποι πολλαπλώς ευεργετηθέντες από το κυβερνόν μόρφωμα εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους, διεχώρησαν ρητά τη θέση τους. Το πουλόβερ άρχισε από χτες να ξηλώνεται θεαματικά.
“Τον εχθρό πρέπει να τον κολλάς στον τοίχο αλλά να μην τον λιώνεις επάνω του” έλεγε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, έχοντας διδαχθεί ότι η ταπείνωση των Γερμανών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε μοιραία στον Ναζισμό. Αναφερόταν δε σε μία ολοκληρωτική σύρραξη μεταξύ εθνών και ιδεολογιών. Όχι σε έναν εσωτερικό διχασμό, που το συμφέρον όλων μας είναι να επουλωθεί όσο πιό σύντομα και πιό ανώδυνα.
Από τη διαχείριση του ξηλώματος του πουλόβερ εκ μέρους της αντιπολίτευσης και της κοινωνίας θα κριθεί το συλλογικό μας μέλλον.
Ουαί και αλίμονο εάν επικρατήσει ο ρεβανσισμός και η εκδικητικότητα. Εάν αντλούμε ηδονή τρίβοντας στη μούρη των ψηφοφόρων του Όχι και του Σύριζα την αφέλειά τους, την παιδαριώδη τους πεποίθηση πως τα μνημόνια θα ακυρώνονταν με έναν νόμο του ενός άρθρου και πως ο ΕΝΦΙΑ θα καταργούνταν. Αλοίμονο εάν τους ονομάσουμε συνένοχους τού ολέθριου Γιάνη Βαρουφάκη και της εχθροπαθούς Ζωής Κωνσταντοπούλου. Αλίμονο εάν αποφανθούμε ότι οι επιλογές του Αλέξη Τσίπρα -από την ντροπιαστική δημόσια συζήτηση με τον Μπιλ Κλίντον μέχρι τον διορισμό του Νίκου Καρανίκα- τους βαραίνουν προσωπικά.
Τυχόν δική μας μισαλλοδοξία αποτελεί την ύστατη ελπίδα των Συριζανέλ. Εκεί ακριβώς ποντάρουν μήπως και επανασυσπειρώσουν, προσωρινά έστω, τους ψηφοφόρους τους. Για αυτό και όσο θα κοντεύουν οι εκλογές, τόσο θα πολώνουν το κλίμα. Τόσο θα πασχίζουν να διαιρέσουν ξανά τους Έλληνες στους δικούς τους και στους εχθρούς τους. Πρωτοπαλίκαρα σαν τον κύριο Παύλο Πολάκη και φιγούρες του ημίφωτος όπως ο Pitsirikos θα αποδυθούν ολόψυχα στην παραπάνω προσπάθεια.
Έχουμε χρέος εθνικό να παραμείνουμε νηφάλιοι. Να φανούμε συγχωρητικοί απέναντι και σε εκείνους ακόμα που μάς επιτέθηκαν και μάς συκοφάντησαν. Να αφιερώσουμε τη σκέψη και τη δράση μας στο μέλλον και όχι στον μηρυκασμό ενός δυσώδους παρελθόντος. Δεν υπάρχει θλιβερότερο θέαμα από μια κοινωνία που αενάως ξύνει και επιδεικνύει τις πληγές της.
Το πουλόβερ των Συριζανέλ ξηλώνεται. Με το μαλλί του όμως, με τους συμπολίτες μας, θα κληθούμε να υφάνουμε κάτι καλύτερο, υγιέστερο, ουσιαστικότερο, διαρκέστερο.
“Αυτός είναι ο θίασος μας, με αυτόν θα παίξουμε” έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας