Του Βασίλη Γεώργα
Σε Συμπληγάδες Πέτρες έχει εγκλωβιστεί το καράβι της κυβέρνησης αμέσως μόλις πέρασε τον κάβο της τρικυμιώδους 2ης αξιολόγησης. Δεν είναι μόνο οι χαμένες μάχες της καθημερινότητας (σκουπίδια, συμβασιούχοι κλπ.) που δυσκολεύουν την επιστροφή σε μια υποτυπώδη ηρεμία και ανασυγκρότηση, αλλά η γενικευμένη αίσθηση πως η κυβέρνηση βρίσκεται κοντά στο να απολέσει πλήρως τον έλεγχο τόσο στην οικονομία και την άσκηση πολιτικής όσο και στην παραγωγή «ιδεολογίας» ικανής να στηρίξει τα επόμενα βήματά της.
Η δυσώδης πολιτική εμπλοκή Καμμένου στην υπόθεση του ναρκόπλοιου Noor One συνιστά ενταφιασμό του περιβόητου «ηθικού πλεονεκτήματος» το οποίο επικαλούντο οι δύο κυβερνητικοί εταίροι έναντι των υπολοίπων. Ταυτόχρονα φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση και εκθέτει την «αμόλυντη αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που εξωθείται να στηρίζει και να δικαιολογεί εξωθεσμικές ενέργειες ενόσω διαπιστώνει πως καίγονται το ένα μετά το άλλο τα σενάρια κοινοβουλευτικής σύγκλισης με το ΠΑΣΟΚ και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχεια της διακυβέρνησης.
Το στοιχείο που δυσκολεύει σημαντικά την επόμενη ημέρα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ είναι η εντεινόμενη δημοσκοπική φθορά. Ενώ το άνοιγμα της ψαλίδας με την Αξιωματική Αντιπολίτευση παρέχει αφορμές για εσωτερική συσπείρωση, στην πράξη είναι αιτία για την εκδήλωση αφανών ενδοκυβερνητικών τριβών από τις οποίες εν πολλοίς θα εξαρτηθούν και οι κινήσεις Τσίπρα στην πολιτική σκακιέρα. Με το χρόνο πλέον να μην επαρκεί για αντιστροφή της εικόνας, οι κινήσεις αυτές εκκινούν με αφετηρία τη διασφάλιση του ρόλου που θα επιθυμούσε να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στο μετεκλογικό σκηνικό και συνεπώς είναι ευεπίφορες σε νέους ακροβατισμούς.
Στον ΣΥΡΙΖΑ αναζητούν αγωνιωδώς αυτή την περίοδο ένα νέο αφήγημα που θα μπορούσε να τους φτάσει μέχρι τα μέσα του 2018. Το πρόβλημα είναι πως μετά το Βατερλό της διαπραγμάτευσης για το χρέος και την καθήλωση του ΑΕΠ για το 2017, τέτοιο αφήγημα δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμο στο ράφι, ειδικά από το μέτωπο της οικονομίας. Η αναμόχλευση της σκανδαλολογίας με τις εξεταστικές επιτροπές στη Βουλή εν μέσω θέρους δεν επαρκούν για να διατηρήσει ή να ανακτήσει πολιτικό έδαφος η κυβέρνηση, ενώ επιμέρους ενέργειες όπως μια πρωτοβουλία «δοκιμαστικής εξόδου» στις αγορές μπορούν να προσφέρουν μόνο επικοινωνιακά οφέλη χωρίς πρακτικό περιεχόμενο από τη στιγμή που θα περάσουν αρκετοί δύσκολοι μήνες ακόμη στη διάρκεια των οποίων η χώρα θα αναζητά λύση για την «βιωσιμότητα» του χρέους. Το πολιτικό χαρτί ενός ανασχηματισμού που ενδεχομένως αξιοποιηθεί μέχρι τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να συνδράμει ιδιαίτερα στο βαθμό που ο πάγκος της κυβέρνησης δείχνει και είναι απογυμνωμένος από στελέχη τα οποία θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επόμενου κύκλου διαπραγμάτευσης.
Αντίθετα, από τον προσεχή Οκτώβριο-Νοέμβριο, όταν και αναμένεται να ξεκινήσει η 3η -και σύμφωνα με εισηγήσεις πιθανόν τελευταία- αξιολόγηση με την τρόικα, η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε νέες σοβαρές προκλήσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων όσο η οικονομία δεν αντιδρά, θα έχουν ως κατάληξη ένα νέου τύπου Μνημόνιο.
Όπως ακριβώς συνέβη και με τη 2η αξιολόγηση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται ότι θα προσέλθει στη διαπραγμάτευση από θέση ισχύος -καθώς από αυτό εξαρτάται η βιωσιμότητα του χρέους- και με νέες απαιτήσεις για δημοσιονομικά μέτρα και μεταρρυθμίσεις.
Η πίεση στην 3η αξιολόγηση θα είναι και πάλι αποτέλεσμα της ανάγκης σύγκλισης του ΔΝΤ με την ευρωζώνη η οποία έχει βάλει σαφή όρια στις ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους και έχει θέσει στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 και μετά. Η πιθανή μετεκλογική συνεργασία των Χριστιανοδημοκρατών με τους Φιλελεύθερους στη Γερμανία, δημιουργεί επίσης πρόσφορο έδαφος ώστε η Ελλάδα να πιεστεί να αναλάβει ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο πάνω της εν όψει της ολοκλήρωσης του 3ου Μνημονίου.
Με δεδομένο ότι η 3η αξιολόγηση θα είναι επικεντρωμένη σε θέματα που πλήττουν απευθείας την εκλογική πελατεία των μεγάλων κομμάτων, δηλαδή στις αλλαγές των εργασιακών σχέσεων (απεργίες, ομαδικές απολύσεις κλπ), τη μεταρρύθμιση στο Δημόσιο (κινητικότητα, πιθανόν μειώσεις στις αποδοχές μέσω της σύνεσης των μισθών με την παραγωγικότητα κλπ), τον επανϋπολογισμό όλων των συντάξεων, και τις αποκρατικοποιήσεις μέσω του Υπερταμείου, η διαχείριση και ο χρόνος ολοκλήρωσής της θα είναι μια σοβαρή δοκιμασία για την κυβέρνηση και πιθανόν μέλει να εξελιχθεί σε πολύ πιο σοβαρή δοκιμασία για τη χώρα.
Από το Φθινόπωρο του 2017 όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα θα μπαίνει πλέον και επίσημα σε προεκλογική περίοδο με μεγάλα διλήμματα που θα αφορούν το χρόνο και την έκταση ρύθμισης του χρέους, τον ρόλο του ΔΝΤ, τα βήματα εξόδου στις αγορές, τη δυνατότητα της χώρας να συγκεντρώσει διαθέσιμα κεφάλαια για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, και το αντίτιμο αυτών που θα είναι ένα «light» ή ένα κανονικό νέο Μνημόνιο.